Στο παρόν Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank αναλύεται η σημασία της εκπαίδευσης και της δια βίου κατάρτισης ως πολυδιάστατη για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, επειδή παρέχει τη γνώση και την εξειδίκευση, καλλιεργεί τις δεξιότητες και συμβάλλει στην αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής, όπως το κεφάλαιο και την τεχνολογία. Από μακροοικονομική σκοπιά, ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται προϋπόθεση για την οικονομική και την κοινωνική ευημερία, αφού επιτρέπει τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα της διαρθρωτικής. Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, οι θεωρητικές προσεγγίσεις της ενδογενούς ανάπτυξης (π.χ. Romer 1986, Lucas 1988), σε συνδυασμό με ένα πλήθος εμπειρικών μελετών διεθνώς, διαπιστώνουν τον καίριο ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμό συσσώρευσης και διάχυσης ανθρωπίνου κεφαλαίου, επισημαίνουν τη συμβολή της ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής μεγέθυνσης και εκτιμούν το μέγεθος της επίδρασής της στο εισόδημα μιας οικονομίας μακροχρόνια.
Στο ακόλουθο γράφημα, απεικονίζεται η συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών, δηλαδή του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιόδου 2013-2017 και των αναμενόμενων ετών εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως και τις διδακτορικές σπουδές, για διάφορες χώρες της Ευρώπης. Η σχέση είναι θετική όπως υποδεικνύει η κλίση της γραμμής παλινδρόμησης (γαλάζια διακεκομμένη γραμμή) και επιβεβαιώνει ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας μακροχρόνια. Η σχέση των δύο μεγεθών δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη: Όσο περισσότερη και ποιοτικότερη είναι η εκπαίδευση που παρέχεται, τόσο ενισχύεται η ανάπτυξη και όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη υπάρχει, τόσο περισσότερο βελτιώνεται η εκπαίδευση.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πάνω από τη γραμμή βρίσκονται χώρες της βόρειας Ευρώπης με υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εξ αυτών, πολύ καλή επίδοση σημειώνει η Νορβηγία, της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε € 67,9 χιλ. (μέσος όρος) τη χρονική περίοδο 2013-2017, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των ετών εκπαίδευσης ήταν 18,2. Η χώρα μας, σε όρους ετών εκπαίδευσης, κατέχει την 7η θέση στη σχετική κατάταξη - την οποία μοιράζεται με άλλες εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ισπανία, καθώς ο μέσος όρος των ετών που απαιτούνταν την περίοδο 2013-2017, για την ολοκλήρωση των σπουδών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων ήταν 18 έτη. Ωστόσο, αναφορικά με το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, η Ελλάδα κατέλαβε την 20η θέση μεταξύ των 35 χωρών με € 17,1 χιλ., ενώ η διάμεσος των παρατηρήσεων ήταν ίση με € 20,2 χιλ. Γιατί η χώρα μας κατέχει σχετικά καλή θέση σε όρους ετών εκπαίδευσης, αλλά υστερεί στο κατά κεφαλήν εισόδημα συγκριτικά με άλλες χώρες;
Αποτελεσματικότητα του Εκπαιδευτικού Συστήματος της Ελλάδας
Το ποσοστό των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (“Education and Training Monitor 2019”, Αύγουστος 2019), είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28). Tο ποσοστό, ωστόσο, απορρόφησής τους από την αγορά εργασίας είναι από τα χαμηλότερα των χωρών της ΕΕ-28. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των νέων ηλικίας 30-34 ετών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ανήλθε στο 44,3% το 2018, από 26,6% το 2009, υπερβαίνοντας το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2018: 40,7%), παρά το γεγονός ότι το 2009 υστερούσε σημαντικά έναντι αυτού (ΕΕ-28: 32,3%). Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό απορρόφησης των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έως 34 ετών το 2018 διαμορφώθηκε στο 59%, μειωμένο σε σύγκριση με το 2009 (68,1%) και κατά πολύ μικρότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2018: 85,5%).
Το χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των νέων πτυχιούχων από την αγορά είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και συνάδει με το υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας. Επιπλέον, αντανακλά την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Τούτο συνιστά και ένα μέτρο της αναποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος ως μηχανισμού προαγωγής εκείνων των γνωστικών αντικειμένων που συνδέονται σε μεγαλύτερο βαθμό με τις ανάγκες της παραγωγής και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Το ενθαρρυντικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 18-24 ετών που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους (3,9% το 2018, από 9,6% το 2009), ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι υπερδιπλάσιος (9,5%).
Αναφορικά με τις δύο βαθμίδες της μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο – Λύκειο), προβληματισμό δημιουργούν τα σχετικά υψηλά ποσοστά των μαθητών 15 ετών με χαμηλές επιδόσεις σε βασικά μαθήματα και δεξιότητες, όπως τα μαθηματικά, η ανάγνωση και οι φυσικές επιστήμες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2015 το 35,8% των μαθητών στην Ελλάδα σημείωσε χαμηλές σχολικές επιδόσεις στα μαθηματικά, έναντι 22,2% στην ΕΕ-28, ενώ τα ίδια ποσοστά το 2009 ήταν 30,4% και 22,3% αντίστοιχα.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2017 (3,9%) ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4,6%). Oι εν λόγω δαπάνες υστερούσαν σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που ακολούθησαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Κύπρος, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αναφορικά με τη διάρθρωση, τα δύο τρίτα των δημοσίων δαπανών αφορούσαν την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 21% την τριτοβάθμια, αναλογία που είναι η δεύτερη υψηλότερη - μετά την Κύπρο - σε σύγκριση με τις επιλεγμένες χώρες και τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, σημειώνεται ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν σωρευτικά τη χρονική περίοδο 2010 - 2017 κατά 14,3%. Οι περικοπές εξόδων αφορούν κατά κύριο λόγο πρώτες ύλες και λειτουργικά έξοδα (θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα κ.λπ.) που μειώθηκαν κατά 25,8% και ακολουθούν οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό (Η/Υ, κτήρια κ.λπ.), οι οποίες περιορίσθηκαν κατά 20,4%, ενώ οι μισθοί δασκάλων και καθηγητών μειώθηκαν κατά 12,5%.
Σύνδεση Εκπαιδευτικού Συστήματος με τις Ανάγκες της Αγοράς Εργασίας
Το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει, συνεπώς, να συμπεριλάβει την περαιτέρω ενίσχυση της διασύνδεσης της μετα-δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσει την αντιστοιχία των δεξιοτήτων των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες μιας εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Τούτο θα οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τις τάσεις εκροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Προς αυτή την κατεύθυνση, ορισμένες προτάσεις πολιτικής είναι οι εξής:
- Ανάπτυξη δεξιοτήτων και ειδικοτήτων που καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς: Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, η αγορά εργασίας αλλάζει με ταχύ ρυθμό, αφού η τεχνολογική πρόοδος καταργεί πολλές θέσεις εργασίας που απαιτούν συνήθεις χειρωνακτικές δεξιότητες και δημιουργεί νέες που απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Εξίσου σημαντική θεωρείται και η ανάπτυξη των «ήπιων δεξιοτήτων» (soft skills), όπως η επίλυση προβλημάτων, η ομαδικότητα, η δημιουργικότητα και η ηγεσία, καθώς η απόκτησή τους επιτρέπει στους εργαζομένους την προσαρμογή στις καινοτομικές αλλαγές και την αύξηση της παραγωγικότητάς τους.
Πέραν όμως των δεξιοτήτων, είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν ειδικότητες που ενισχύουν την απασχολησιμότητα στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στους τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό. Στην έρευνα του ΙΟΒΕ «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις, 2018», επισημαίνεται η προβληματική σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας διαχρονικά στην Ελλάδα, η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην πολιτική διεύρυνσης της ανώτατης εκπαίδευσης, που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των εισακτέων, αλλά και των προπτυχιακών τμημάτων. Επιπλέον, ο βασικός προσανατολισμός των προγραμμάτων σπουδών, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ήταν η εκπαίδευση στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Το πρόβλημα εντάθηκε μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας του δημόσιου τομέα να απορροφήσει τους πτυχιούχους.
- Μετασχηματισμός της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης: Σύμφωνα με έρευνα της Cedefop (2018), εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 η αγορά εργασίας στην Ελλάδα θα έχει υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης και έλλειψη σε αποφοίτους επαγγελματικών και τεχνικών σχολών. Ενδεικτικά, από το σύνολο των σπουδαστών μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μόνο το 28,8% εγγράφηκε σε επαγγελματικές και τεχνικές σχολές το 2017, έναντι 47,8% στην ΕΕ-28, ενώ έχει μειωθεί σε σύγκριση με το 2013 (“Education and Training Monitor 2019”, Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Παράλληλα, το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων τεχνικών-επαγγελματικών σχολών αυξήθηκε σε 50,5% το 2017, από 37,5% το 2013. Τούτο σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναβαθμιστεί ο κλάδος της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα σε νέους σπουδαστές να εγγραφούν σε σχετικά προγράμματα.
- Προώθηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των εν δυνάμει εργαζομένων και των εργοδοτών: Η συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων και η ενίσχυση ενεργειών με σκοπό τη μετάβαση από το πανεπιστήμιο στην εργασία, όπως η οργάνωση εκθέσεων που λειτουργούν ως τόπος συνάντησης σπουδαστών και εργοδοτών και ο θεσμός της πρακτικής άσκησης, είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Επίσης, σημαντική είναι η ενίσχυση των μηχανισμών αντιστοίχισης των κατάλληλων υποψηφίων με τις κενές θέσεις εργασίας, προσπάθεια στην οποία είναι κρίσιμη και η συμμετοχή του δημόσιου τομέα και ειδικότερα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ (“Generating employment, raising incomes and addressing poverty in Greece”, 2018), μόλις το 4% βρήκε απασχόληση μεταξύ 2014-2015 μέσω του ΟΑΕΔ, ποσοστό που είναι μεταξύ των χαμηλότερων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η αναβάθμιση της δραστηριότητας του οργανισμού θα μπορούσε να ωφελήσει σημαντικά τον μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, που κατά κύριο λόγο δεν διαθέτουν οργανωμένα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού.
Επενδύσεις στην Εκπαίδευση: Η επένδυση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση προάγει την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση στη Σύνοδο της Λισαβόνας (Μάρτιος 2000), υπογραμμίζοντας ότι στρατηγικός στόχος είναι να καταστεί η Ευρώπη μέχρι το 2010 η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία στον κόσμο βασιζόμενη στη γνώση, ικανή για αειφόρο ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Η επένδυση σε «γνωστικό κεφάλαιο» (knowledge capital), δημιουργεί το υπόβαθρο για να αναπτυχθεί εκείνο το είδος εργατικού δυναμικού που είναι απαραίτητο όχι μόνο για την αύξηση του προϊόντος (οικονομική μεγέθυνση), αλλά και για τις ποιοτικές μεταβολές στη διάρθρωσή του, όπως είναι ο εκσυγχρονισμένος τρόπος παραγωγής μέσω τεχνολογίας, η πιο δίκαιη διανομή του εισοδήματος και η ανάπτυξη των κλάδων που υπερβαίνουν τη στενότητα των φυσικών πόρων της οικονομίας και στηρίζονται περισσότερο στην ένταση γνώσης.
Προς την κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε μεταρρυθμίσεις που προάγουν το «τρίγωνο της γνώσης», δηλαδή την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, καθώς κάτι τέτοιο συμβάλλει στη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνει την επιχειρηματικότητα και ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ ερευνητικών κέντρων, πανεπιστημίων και επιχειρήσεων (Τράπεζα της Ελλάδος - Νομισματική Έκθεση, Ιούλιος 2019). Επίσης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνα του ΙΟΒΕ, το έλλειμμα της χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα, από το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη εξάρτηση των ιδρυμάτων είτε από το εξωτερικό (κυρίως προγράμματα χρηματοδότησης έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είτε από προγράμματα ΕΣΠΑ, δηλαδή από μη σταθερές πηγές. Συνεπώς, η αύξηση και η σταθερότητα της χρηματοδότησης της έρευνας και η ενίσχυση της συνεργασίας με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις αποτελούν σημαντικές προκλήσεις.
Τέλος, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προϋποθέτει την ενίσχυση των προγραμμάτων αυτο-αξιολόγησης με τη συμμετοχή εξωτερικών φορέων και φοιτητών, όπως προτείνεται στην πρόσφατη Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Όπως διαπιστώνεται στην Έκθεση αυτή, η Ελλάδα είναι μεταξύ των 5 χωρών (Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σερβία και Βόρεια Ιρλανδία), της οποίας η ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τίθεται σε κίνδυνο, καθώς η δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημίων μειώθηκε την περίοδο 2008-2017, ενώ ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr