Αναλυτικά:
1. Σύμφωνα με τη διάταξη, καταργούνται τα ηλικιακά κριτήρια που καθόριζαν τη διάρκεια του δικαιώματος συνταξιοδότησης των δικαιούχων επιζώντων συζύγων/ετέρων μερών του συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένων. Η σύνταξη, λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, καταβάλλεται πλέον σε αυτούς τους δικαιούχους ανεξάρτητα από την ηλικία τους, μέχρι το τέλος του μήνα κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης, λόγω θανάτου των προσώπων αυτών, ήτοι:
- Με το θάνατο του δικαιούχου,
- Με τη σύναψη γάμου του ή συμφώνου συμβίωσης.
Ποιοι και για πόσο είναι οι δικαιούχοι
2. Η σύνταξη, λόγω θανάτου, χορηγείται σε τέκνα θανόντος ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή συνταξιούχου (νόμιμα, τα νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά), υπό τους όρους να είναι άγαμα και να μην έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους. Προς τα άγαμα τέκνα κρίνεται ότι εξομοιώνονται και τα διαζευγμένα και, επομένως, αποτελούν δικαιοδόχα πρόσωπα, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν τελέσει άλλον γάμο. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του ΕΦΚΑ, καταργείται η προϋπόθεση φοίτησης των τέκνων ασφαλισμένου ή συνταξιούχου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους.
Στην περίπτωση αυτή, η λήξη του δικαιώματος επέρχεται στο τέλος του μήνα:
- Θανάτου του δικαιούχου,
- Κατά τον οποίο ο δικαιούχος συνάπτει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης.
Η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας μόνο στην περίπτωση που κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε, πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή, η λήξη του δικαιώματος επέρχεται για τους ίδιους ως άνω λόγους, καθώς και στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας.
Πότε αναγνωρίζεται το δικαίωμα
3. Με διάταξη καθορίζονται πλέον τα τρία έτη ελάχιστης διάρκειας γάμου/συμφώνου συμβίωσης από τη σύναψή τους μέχρι την ημερομηνία θανάτου ως προϋπόθεση για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης. Η απαίτηση για τη συμπλήρωση πέντε ετών καταργείται.
Η εν λόγω προϋπόθεση εξακολουθεί να μην ελέγχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα, εξαιτίας της υπηρεσίας (κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στους τ. φορείς κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ, πρόκειται για τις περιπτώσεις ατυχήματος που χαρακτηρίζεται εργατικό) ή σε ανθρωποκτονία.
- Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. Πλήρης εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο επιτυγχάνεται, όταν παράλληλα με την αναγνώριση (εκούσια ή δικαστική), συναφθεί και γάμος των γονέων.
- Η χήρα, κατά το χρόνο του θανάτου, τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
- Συντρέχει η περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, πρέπει να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη, ο δε εξ ανασυστάσεως πρέπει να είχε διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών. Εξυπακούεται ότι, και σε αυτήν την περίπτωση, η συνολική διάρκεια του αρχικού και εξ ανασυστάσεως γάμου θα πρέπει να είναι τρία έτη.
Πως καθορίζεται το ποσό
4. Για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται, καθορίζεται πλέον στο 70% επί του ποσού της σύνταξης το οποίο δικαιούτο ή είχε χορηγηθεί σε σύζυγο που απεβίωσε. Τα ποσοστά μεταξύ διαζευγμένων και επιζώντων συζύγων επιμερίζονται αναλόγως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. β της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016.
Οι περιορισμοί του ποσού της σύνταξης στην περίπτωση που ο γάμος/σύμφωνο συμβίωσης συνήφθησαν μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος εξακολουθούν να ισχύουν για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης (περ. α της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016).
Επίσης, διατηρείται η ισχύς της διάταξης της περ. γ της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, δηλαδή το ποσοστό κάθε παιδιού στο 25% της σύνταξης, καθώς και ο διπλασιασμός του για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς.
Από το συνδυασμό της διάταξης που καθορίζει το ποσοστό του επιζώντος συζύγου/ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης στο 70% και των διατάξεων της υποπαραγράφου Β της παρ. 4 (το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος και το ποσοστό των τέκνων περιορίζεται ισόποσα σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος), συνάγεται ότι τα ποσοστά των τέκνων δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 30% της σύνταξης που δικαιούτο ή που είχε χορηγηθεί σε σύζυγο που απεβίωσε.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Δικαιοδόχα μέλη: 1 επιζών σύζυγος, 2 τέκνα από δεύτερο γάμο και 1 αμφοτεροπλεύρως ορφανό τέκνο.
Ποσοστό επιζώντος συζύγου: 70%
Ποσοστό τέκνων:
α) αμφοτεροπλεύρως ορφανό τέκνο: 15% (30Χ2/4=15)
β) έκαστο ορφανό τέκνο από το δεύτερο γάμο: 7,5% (30Χ1/4=7,5)
Επισημαίνεται ότι όταν χορηγείται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου σε τουλάχιστον ένα (1) από τα δικαιοδόχα πρόσωπα, το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος και δεν περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων (εδ. β΄ υποπερ. γ΄ της παρ 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017).
Από πότε χορηγείται το 50%
5. α) Όπως είναι γνωστό, ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα και για μία τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τις κατά περίπτωση οικείες διατάξεις (περ. α της παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016). Μετά τη συμπλήρωση αυτού του χρονικού διαστήματος, αν οι ανωτέρω δικαιούχοι εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, χορηγείται το πενήντα τοις εκατό (50%) της σύνταξής τους λόγω θανάτου.
Η παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 καθορίζει:
- Κριτήριο για την εφαρμογή της κατά τα ανωτέρω μείωσης τη χρονική διάρκεια της εργασίας ή αυτοαπασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, ως ημέρες απασχόλησης εκλαμβάνονται αυτές που αντιστοιχούν στην ασφάλιση της οικείας εργασίας ή δραστηριότητας.
Έτσι, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούται ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος θα πρέπει να μειώνεται κατά 50% μόνο για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται/αυτοαπασχολείται.
Κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου, μετά την εφαρμογή της μείωσης τουποσού λόγω εργασίας ή αυτοαπασχόλησης
- Μετά την εφαρμογή της ανωτέρωμείωσης, το ποσό που θα χορηγείται σε επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνουσυμβίωσης/διαζευγμένο δεν θα υπολείπεται των κατώτατων ορίων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της υποπαραγράφου Β΄ της παραγράφου 4.
β) Το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε τέκνα δεν επηρεάζεται απόεργασία/αυτοαπασχόληση ή συνταξιοδότησή τους από άλλη πηγή.
γ) Επειδή η εργασία ή αυτοαπασχόληση ενδέχεται να είναι περιστασιακή και δεν υπάρχει ασφαλές τεκμήριο διάρκειας ή διακοπής της εργασίας με βάση τη μηνιαία εικόνα της ασφάλισης στο μηχανογραφικό σύστημα και επειδή δεν είναι εφικτό κάθε μήνα να πραγματοποιούνται έλεγχοι και αυξομειώσεις του ποσού της σύνταξης σε πραγματικό χρόνο, μετά τη συμπλήρωση τριετίας από το θάνατο, η υπηρεσία θα καταβάλλει στον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένο το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ως εξής:
- Πλήρες, εφόσον αυτός δηλώνει υπεύθυνα ότι δενεργάζεται/αυτοαπασχολείται/συνταξιοδοτείται από καμία πηγή καθώς και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει την υπηρεσία συντάξεων αμέσως μόλις παύσει η ισχύς της προηγούμενης δήλωσης για οποιοδήποτε λόγο.
- Μειωμένο, κατά 50% εφόσον δηλώνει υπεύθυνα ότι εργάζεται/αυτοαπασχολείται/συνταξιοδοτείται και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως την υπηρεσία συντάξεων τόσο για τη λήξη της δραστηριότητας όσο καιτην ακριβή χρονική της διάρκεια.
6. Αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μεγαλύτερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού σύνταξης, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α΄ της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του μεγαλύτερου ως άνω ποσού. Αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μικρότερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α΄ της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του καταβαλλόμενου ως άνω ποσού.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Έστω ότι το προ φόρου ποσό που καταβαλλόταν στον θανόντα στις 12.5.2016 ήταν 1.000,00 € (Α΄ ποσό).
Υπολογισμός σύνταξης θανόντα με βάση το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016:
Εθνική σύνταξη: 384,00€
Ανταποδοτική σύνταξη: 500,00€
Σύνολο: 884,00€ (Β΄ ποσό)
- Σύγκριση ποσών Α΄ και Β΄ : Α΄ ποσό > Β΄ ποσό
- Μεταβίβαση σύνταξης σε επιζώντα σύζυγο:
Υπολογισμός του ποσοστού του επιζώντος συζύγου επί του ποσού Α΄ 1.000€ Χ 70%=700,00€ (Γ΄ ποσό
- Ανάλυση Γ΄ ποσού:
Εθνική σύνταξη: 384,00€ Χ 70%= 268,80€
Ανταποδοτική σύνταξη του Ν. 4611/2019: 431,20€
Συνολική σύνταξη: 700,00€
7. Οι διατάξεις του άρθρου 19 εφαρμόζονται για θανάτους ασφαλισμένων/συνταξιούχων από 17.5.2019 (ημερομηνία δημοσίευσής του νόμου 4611/2019 στο ΦΕΚ). Εφαρμόζονται επίσης και σε όσες αποφάσεις συνταξιοδότησης έχουν ήδη εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017, όπως επίσης και στις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης. Τα οικονομικά αποτελέσματα του άρθρου 19 επέρχονται από τις 17.5.2019, τόσο για θανάτους ασφαλισμένων/συνταξιούχων από 13.5.2016 όσο και για θανάτους από 17.5.2019.
Οι αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου που είχαν απορριφθεί για λόγους που εξέλιπαν πλέον με τις διατάξεις του άρθρου 19, θα πρέπει να επανεξεταστούν οίκοθεν (εφόσον αυτό είναι εφικτό) ή ύστερα από αίτηση-όχληση των ενδιαφερομένων. Τα οικονομικά αποτελέσματα και στην περίπτωση αυτή επέρχονται από τις 17.5.2019.
Όλοι οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την έκδοση αποφάσεων συνταξιοδότησης θα πρέπει να λάβουν γνώση αυτού του εγγράφου ενυπογράφως.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr