«Όλοι χωράνε στο περίπτερο. Ψηλοί, κοντοί, αδύνατοι, στρουμπουλοί. Το παν είναι να ξέρεις να τακτοποιείσαι», σημείωσε χαμογελώντας ο Σπύρος Αγουρίδης, ο οποίος έχει περίπτερο στην περιοχή του Περιστερίου εδώ και περίπου τριάντα χρόνια. Με καλωσόρισε στα μέρη του και με φίλεψε δροσερή πορτοκαλάδα για να αντέξω την αφόρητη ζέστη όσο μιλούσα μαζί του. Μου μίλησε για τις ιστορίες του, τον κίνδυνο του επαγγέλματός του αλλά και αυτό τον ρομαντισμό που κρύβεται πίσω από το παράθυρο του κάθε περιπτέρου. Εξυπηρετούσε τους πελάτες με μεγάλη προθυμία, ενώ ανταποκρινόταν σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του με χαρά. «Εμείς οι παλιοί περιπτεράδες έχουμε τη συνήθεια να δίνουμε πάντα πληροφορίες όταν μας το ζητούν. Κι αυτό γιατί ξέρουμε σε βάθος την περιοχή, τόσα χρόνια βγάλαμε εδώ. Δουλειά μου είναι να καθοδηγώ τον κάθε άνθρωπο να του δίνω οδηγίες», μου είπε. Ο Σπύρος ο περιπτεράς, όπως τον αποκαλούν, έζησε όλα του τα χρόνια μέσα σε ένα περίπτερο. Ξεκίνησε στα Μελίσσια ως μικρός υπάλληλος, ενώ στη συνέχεια αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μαγαζί, ελπίζοντας στο κέρδος. «Θυμάμαι πως παλαιότερα το αφεντικό μου με συμβούλευε να ντύνομαι πιο επίσημα. Κι αυτό γιατί ο περιπτεράς συναναστρέφεται με όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Στο κέντρο τότε ακριβά αυτοκίνητα σταματούσαν για να πάρουν τα τσιγάρα τους, μητέρες αγόραζαν στα παιδιά τους παγωτό, παιδιά που πήγαιναν φροντιστήριο περνούσαν να πουν ένα γεια. Το εμπόριο όπως και το περίπτερο δεν τελειώνει ποτέ. Κουτσά στραβά θα τα βγάλουμε πέρα και μέσα στην κρίση. Το περίπτερο ακολουθεί τους παλμούς της πόλης και της μόδας. Στην αρχή για παράδειγμα πουλούσαμε περισσότερο είδη προσωπικής υγιεινής και τρόφιμα. Με την εξάπλωση των σούπερ μάρκετ χάσαμε αυτό το προνόμιο», κατέληξε.