Στην εγκύκλιο αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:
Με τις διατάξεις του Ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α’65/06.05.2010) επιβάλλεται έκτακτη εισφορά στα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009). Ειδικότερα, η εισφορά επιβάλλεται σε όλα ανεξαιρέτως τα νομικά πρόσωπα (Α.Ε., Ε.Π.Ε., δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων, προσωπικές εταιρείες, κοινοπραξίες, κλπ.), που πραγματοποίησαν καθαρά κέρδη άνω των 100.000 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2010. Διευκρινίζεται, ότι η εισφορά επιβάλλεται ανεξάρτητα αν τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή σε οποιοδήποτε φορολογικό καθεστώς (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος), καθόσον η εισφορά αυτή δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος, αλλά ιδιότυπη έκτακτη εφάπαξ επιβάρυνση.
Η εισφορά επιβάλλεται στα συνολικά καθαρά κέρδη οικονομικού έτους 2010. Επομένως, ως κέρδη πρέπει να λαμβάνονται τα συνολικά κέρδη προ της διανομής. Προκειμένου για τα κέρδη προσωπικών εταιρειών, δεν αφαιρείται από αυτά, η επιχειρηματική αμοιβή. Τέλος, στα κέρδη που υπόκεινται στην εισφορά περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως εισοδήματα από την εκμετάλλευση ή παρεπόμενα έσοδα (π.χ. μερίσματα), είτε προέρχονται από την ημεδαπή ή την αλλοδαπή και ανεξάρτητα αν φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις ή αν απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος (π.χ. υπεραξία από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.) ή αν φορολογούνται κατ’ ειδικό τρόπο (π.χ. τόκοι ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου για τις τράπεζες). Επομένως, η εισφορά επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό κέρδος μετά την προσθήκη των λογιστικών διαφορών (δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση).
Για λόγους ίσης μεταχείρισης, θα πρέπει να αφαιρούνται οι αρνητικές λογιστικές διαφορές (ποσό που φορολογήθηκε κατά την προηγούμενη χρήση λόγω αναμόρφωσης της πρόβλεψης για αποζημίωση προσωπικού). Πέραν των ανωτέρω, δεν αφαιρείται κανένα άλλο ποσό. Δηλαδή, ούτε οι ζημίες παρελθουσών χρήσεων, ούτε οι αφορολόγητες κρατήσεις αναπτυξιακών νόμων (ν. 2601/1998, ν. 3299/2004, κλπ.), ούτε τυχόν αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί από αφορολόγητα έσοδα, έσοδα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο, κλπ..
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς είναι τα κέρδη των επιχειρήσεων, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τα πιο πάνω, να υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις που δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.), ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους, η έκτακτη εισφορά επιβάλλεται στα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη μεταξύ αυτών που εμφανίζονται στις πιο πάνω καταστάσεις, εφόσον υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ. Σημειώνεται, ότι για τις επιχειρήσεις που συντάσσουν τις οικονομικές καταστάσεις τους με βάση τα Δ.Λ.Π., θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη των οικονομικών καταστάσεων πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος.
Ο τρόπος υπολογισμού της έκτακτης εισφοράς γίνεται με διαφοροποιούμενους συντελεστές που αυξάνονται προοδευτικά ανάλογα με το ύψος των συνολικών καθαρών κερδών, ως εξής: 4% για καθαρά κέρδη μέχρι και 300.000 ευρώ, 6% για κέρδη από 300.001 ευρώ έως και 1.000.000 ευρώ, 8% για κέρδη από 1.000.001 έως 5.000.000 και 10% για κέρδη από 5.000.001 ευρώ και άνω.
Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση, ώστε τα εναπομένοντα συνολικά καθαρά κέρδη που αποτέλεσαν τη βάση προσδιορισμού της, να μην υπολείπεται του ποσού των 100.000 ευρώ. Για παράδειγμα, αν ένα νομικό πρόσωπο έχει συνολικά καθαρά κέρδη 102.000 ευρώ, κατ’ αρχήν οφείλεται εισφορά υπολογιζόμενη με συντελεστή 4%. Όμως το προκύπτον ποσό 4.080 ευρώ, θα περιορισθεί στο ποσό των 2.000 ευρώ, ώστε το υπόλοιπο κερδών που απομένει μετά τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς να μην είναι κατώτερο των 100.000 ευρώ.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου, ως συνολικά καθαρά κέρδη λαμβάνεται το μέρος αυτών που αναλογεί στους δώδεκα μήνες. Δηλαδή, αν το οικονομικό έτος 2010 (έτος επιβολής της έκτακτης εισφοράς) μία ανώνυμη εταιρία έχει εμφανίσει κέρδη 9.000.000 ευρώ (πρώτη διαχειριστική περίοδος 1.7.2008 – 31.12.2009), ως βάση για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς θα ληφθεί υπόψη το ποσό των 6.000.000 ευρώ (9.000.000 x 12/18).
Τα συνολικά καθαρά κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το διπλάσιο του μέσου όρου των συνολικών καθαρών κερδών των δύο προηγούμενων οικονομικών ετών 2008 και 2009. Δηλαδή, ως κέρδη των προηγούμενων οικονομικών αυτών ετών, θα λαμβάνονται τα αντίστοιχα κέρδη (φορολογικά ή Δ.Λ.Π.) που ελήφθησαν υπόψη και για το οικον. έτος 2010, ανεξάρτητα ποια από αυτά είναι μεγαλύτερα.
Διευκρινίζεται, ότι αν έχει υποβληθεί δήλωση μόνο για τα οικονομικά έτη 2010, 2009, τα καθαρά κέρδη του οικονομικού έτους 2010, συγκρίνονται με το διπλάσιο των καθαρών κερδών του οικονομικού έτους 2009. Επίσης, αν για κάποιο από τα προηγούμενα έτη (οικονομικά έτη 2008 ή 2009) δεν δημοσιεύθηκαν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π., λαμβάνονται υπόψη μόνο τα καθαρά κέρδη του οικονομικού έτους για το οποίο έχει γίνει δημοσίευση.
Για παράδειγμα, αν μία ανώνυμη εταιρία το οικον. έτος 2010 εμφανίζει κέρδη στους κωδικούς 024 και 116, ύψους 200.000 και 300.000 ευρώ, αντίστοιχα και το οικ. έτος 2009 έχει στους ίδιους κωδικούς κέρδη 50.000 και 100.000, αντίστοιχα, ενώ το οικ. έτος 2008 έχει κέρδη μόνο στον κωδικό 024 ύψους 80.000 ευρώ (δεν δημοσίευσε οικ. καταστάσεις βάσει Δ.Λ.Π.), ο υπολογισμός των κερδών επί των οποίων θα επιβληθεί η εισφορά έχει ως εξής: Καταρχήν, λαμβάνονται τα 300.000 κέρδη (Δ.Λ.Π.) που δηλώθηκαν κατά το οικον. έτος 2010, επειδή είναι μεγαλύτερα από τα 200.000 ευρώ που προέκυψαν από την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων.
Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, θα πρέπει να συγκριθούν τα κέρδη οικον. έτους 2010 που προέκυψαν με βάση τα Δ.Λ.Π. (300.000 ευρώ) με τα αντίστοιχα κέρδη των οικονομικών ετών 2009 και 2008 και περαιτέρω, επειδή το οικονομικό έτος 2008 δεν προέκυψαν κέρδη με βάση τα Δ.Λ.Π., θα ληφθούν υπόψη μόνο τα κέρδη του οικονομικού έτους 2009 (100.000 ευρώ). Στη συνέχεια και επειδή το διπλάσιό τους (200.000 ευρώ) είναι μικρότερο από τα 300.000 ευρώ, ως κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά είναι τα 200.000 ευρώ.
Αν στο προηγούμενο παράδειγμα, τα κέρδη οικονομικού έτους 2009 ήταν 40.000 ευρώ και περαιτέρω, στο οικονομικό έτος 2008 η εταιρία δήλωσε στον ίδιο κωδικό κέρδη 40.000 ευρώ, ισχύουν τα ακόλουθα: τα κέρδη οικον. έτους 2010 που προέκυψαν με βάση τα Δ.Λ.Π. (300.000 ευρώ) θα συγκριθούν με το διπλάσιο του μέσου όρου των κερδών οικον. ετών 2008 και 2009 [2 x (40.000 + 40.000)/2] και επειδή τα 80.000 ευρώ είναι μικρότερα των 100.000 ευρώ, δεν θα επιβληθεί τελικά έκτακτη εισφορά.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης χρήσης σε κάποιο από τα προηγούμενα οικονομικά έτη, θα γίνεται αναγωγή σε δωδεκάμηνη βάση. Ειδικότερα, στην περίπτωση που αφορούν στο οικ. έτος 2008, τα κέρδη της χρήσης αυτής θα αναχθούν σε δωδεκάμηνη βάση και στη συνέχεια θα συγκριθούν, αφού ληφθούν υπόψη και τα κέρδη του οικ. έτους 2009, με τα κέρδη του οικ. έτους 2010. Στην περίπτωση που αφορούν στο οικ. έτος 2009, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει δήλωση οικονομικού έτους 2008 και επομένως, τα κέρδη του οικον. έτους 2009 θα αναχθούν σε δωδεκάμηνη βάση και στη συνέχεια το διπλάσιό τους θα συγκριθεί με τα κέρδη του οικονομικού έτους 2010.
Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση εμφάνισης ζημιογόνων αποτελεσμάτων σε κάποιο από τα προηγούμενα οικονομικά έτη, για τον υπολογισμό του διπλάσιου του μέσου όρου των καθαρών αυτών κερδών, προκειμένου να εξευρεθεί η βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, λαμβάνεται το αλγεβρικό άθροισμα των αποτελεσμάτων των οικ. ετών 2008 και 2009.
Περαιτέρω, διευκρινίζεται, ότι σε περίπτωση που μια επιχείρηση έχει διακόψει τις εργασίες της μέσα στο τρέχον έτος (λήξη εκκαθάρισης, κλπ.), θα βεβαιωθεί κανονικά έκτακτη εισφορά, δεδομένου ότι στο οικονομικό έτος 2010 (έτος βάσης για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς), έχουν προκύψει κέρδη για το υπόψη νομικό πρόσωπο. Βέβαια, δεν νοείται στην πράξη διακοπή εργασιών με πολύ υψηλά κέρδη, στα οποία επιβάλλεται η εισφορά. Επομένως, η διακοπή προφανώς θα οφείλεται σε μετασχηματισμό (μετατροπή, συγχώνευση, κλπ.), οπότε θα έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.
Για τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.), αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στην επιχείρηση. Η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία της επιχείρησης κατά την οριζόμενη διαδικασία στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Σε περίπτωση μετατροπής ή συγχώνευσης επιχειρήσεων, η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται στη νέα επιχείρηση που προήλθε από τη μετατροπή ή συγχώνευση. Στην περίπτωση διάσπασης ανώνυμης εταιρίας, η βεβαίωση της έκτακτης εισφοράς θα γίνεται στο όνομα των επωφελούμενων επιχειρήσεων με βάση το ποσό της καθαρής θέσης της διασπασθείσας που αναλογεί στις επωφελούμενες επιχειρήσεις. Επισημαίνεται, ότι επειδή τα στοιχεία αυτά σχετικά με το ύψος της καθαρής θέσης της διασπασθείσας εταιρίας δεν υπάρχουν στη Γ.Γ.Π.Σ., θα πρέπει η τελευταία να τα αναζητήσει από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αν από φορολογικό έλεγχο προκύψει διαφορά των καθαρών κερδών, δεν επιβάλλεται επιπλέον έκτακτη εισφορά, ούτε επιστρέφεται εισφορά που τυχόν καταβλήθηκε.
Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ή υποβολή αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και για την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της εισφοράς.
Η βεβαιωθείσα έκτακτη εισφορά καταβάλλεται σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα Ιανουαρίου 2011, και η καθεμία από τις επόμενες, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, αντίστοιχα, ημέρας. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ. Αν η καταβολή του συνόλου της έκτακτης εισφοράς γίνει μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, χορηγείται έκπτωση 2%. Έκπτωση δεν χορηγείται στην περίπτωση που το σύνολο της έκτακτης εισφοράς είναι καταβλητέο σε μία δόση.
Το ποσό της έκτακτης εισφοράς που θα καταβληθεί δεν αναγνωρίζεται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών του οικον. έτους 2012 (διαχειριστική περίοδος 2011).
Τέλος, ορίζεται, ότι σε περίπτωση που τα καθαρά κέρδη επί των οποίων επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά αποτέλεσαν και κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά, η έκτακτη εισφορά επιστρέφεται. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι αν για παράδειγμα, έχουμε κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει ανώνυμη εταιρεία, η τελευταία αποκτά κέρδη από τη συμμετοχή της στην κοινοπραξία στη λήξη της διαχειριστικής περιόδου (31.12.2009) και επομένως, έκτακτη εισφορά θα βεβαιωθεί στο όνομα της κοινοπραξίας για τα κέρδη οικ. έτους 2010, καθώς και στην ανώνυμη εταιρία – μέλος για το μέρος των κερδών του ίδιου οικον. έτους που αντιστοιχούν σε αυτή (πέραν των δικών της κερδών), αν βεβαίως και τα συνολικά κέρδη της Α.Ε. υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ.
Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της έκτακτης εισφοράς καταβάλλεται κανονικά από την κοινοπραξία. Επειδή όμως η εισφορά βεβαιώνεται και σε βάρος της Α.Ε. η οποία είναι υποχρεωμένη να την καταβάλλει, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για επιστροφή των δόσεων που θα έχει ήδη καταβάλλει και διαγραφή των υπολοίπων. Είναι αυτονόητο, ότι αν μετά την αφαίρεση των κερδών από την υπόψη συμμετοχή απομένει υπόλοιπο κερδών της Α.Ε. μικρότερο των 100.000 ευρώ (με τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω), θα διαγράφεται ολόκληρο το ποσό της εισφοράς, μετά την επιστροφή των δόσεων που έχουν καταβληθεί.
Επίσης, η έκτακτη εισφορά επιστρέφεται κατά το μέρος που αντιστοιχεί σε εισόδημα ή κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία καταβλήθηκε έκτακτη εισφορά καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε διπλή επιβολή εισφοράς στα ίδια κέρδη (από συμμετοχές).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr