Πρόκειται για μια από τις βασικές προτάσεις του ΣΕΒ αλλά και πολλών αναλυτών που ήδη από τα πρώτα χρόνια των μνημονίων είχαν εστιάσει στο θέμα ως αιχμή για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ρευστότητας στην οικονομία.
«Να εξετασθεί σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών ώστε να ενισχυθούν πραγματικά η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων» είχε αναφέρει σε εβδομαδιαίο του δελτίο ο ΣΕΒ στις 21/6/2018 ενώ και το καλοκαίρι που πέρασε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας και ο αντιπρόεδρος Σπύρος Θεοδωρόπουλος σε συνάντηση με τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση είχαν αναφέρει «ότι στα βασικά συστατικά μιας σύγχρονης πολιτικής απασχόλησης που αφουγκράζεται το παρόν και προετοιμάζει το μέλλον της εργασίας περιλαμβάνονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο διμερής και τριμερής κοινωνικός διάλογος με βάση τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας και η ενίσχυση του πραγματικού και του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων, ιδιαίτερα του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα της κοινωνίας.»
Μάλιστα το 2015 στο πλαίσιο της όλης συζήτησης ο ΣΕΒ είχε τονίσει ότι «η αριστεία του εργαζόμενου ανταμείβει το κράτος, και ο εργαζόμενος μένει με την... ηθική ικανοποίηση ότι με την εντατική εργασία του συνεισφέρει στη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών», Παράλληλα είχε αναφέρει ότι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, το κόστος της ενέργειας και οι δυσμενείς όροι χρηματοδότησης (εξαιτίας του κινδύνου χώρας) είναι τα τρία βασικά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις
Χτες πάντως μιλώντας στην τηλεόραση του ALPHA ο Πρωθυπουργός σημείωσε: «η φορολόγηση στη μισθωτή εργασία παραμένει αναλογικά υψηλή. Θα ζυγίσουμε εάν χρειάζεται η πρόσθετη μείωση φόρου στις επιχειρήσεις από το 24% στο 20% και, αν κρίνουμε ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο για να μειώσουμε ακόμα πιο επιθετικά τη φορολόγηση στην εργασία, ενδεχομένως να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση» είπε ο κ. Μητσοτάκης.
Ήδη δρομολογείται πάντως μείωση των εισφορών για εργοδότες και εργαζόμενους, η οποία θα εφαρμοστεί από τον ερχόμενο Ιούλιο (0,92 μονάδες η πρώτη μείωση, επιμεριζόμενη σε 0,48 για τους εργοδότες και 0,42% για τους εργαζόμενους), ώστε σταδιακά οι ασφαλιστικές εισφορές έως το 2023 να έχουν μειωθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, από 41% το 2020 σε 36% το 2023), με συνολικό δημοσιονομικό κόστος 1,35 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 565 εκατ. ευρώ την πρώτη διετία. Σημειώνεται ότι εάν το επίπεδο εισφορών πάει στο 36% ουσιαστικά υπάρχει επαναφορά στο σημείο του 2015. Τότε ο ΣΕΒ είχε αναφέρει χαρακτηριστικά δίνοντας κάποια παραδείγματα.
· Εργαζόμενος με μεικτές μηνιαίες αποδοχές 1.100 ευρώ εισπράττει καθαρά 869 ευρώ, ενώ κοστίζει στην επιχείρηση 1.370 ευρώ (ως μεικτές αποδοχές ορίζεται ο μισθός με τις ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου αλλά όχι του εργοδότη). Το κράτος (ΙΚΑ εργαζόμενου και εργοδότη, ΦΜΥ και έκτακτη εισφορά) εισπράττει 501 ευρώ, δηλαδή το 36,6 % του συνολικού κόστους.
· Αντίστοιχα, για εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 2.500 ευρώ, το κόστος για τον εργοδότη είναι 3.114 ευρώ, ο εργαζόμενος εισπράττει 1.680 ευρώ καθαρά και το κράτος 1.434 ή το 46 %. Για μεικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, το μερίδιο του κράτους ανεβαίνει στο 50,8% και για 5.000 στο 55,4%.
· Ο ΣΕΒ παρέθεσε επίσης το παράδειγμα μηχανικού ασφαλισμένου στο ΤΣΜΕΔΕ, με μεικτό μισθό 2.500 ευρώ, στον οποίο ο εργοδότης αποφάσισε να δώσει αύξηση 1.000 ευρώ. Η αύξηση αυτή κοστίζει 1.246 ευρώ στον εργοδότη, από τα οποία ο εργαζόμενος εισπράττει καθαρά 396 ευρώ, ενώ το κράτος εξασφαλίζει για τον εαυτό του επιπλέον έσοδο 850 ευρώ. Δηλαδή το 68,2% της αύξησης πηγαίνει στο κράτος.
Όπως, πάντως, φαίνεται πολλοί παράγοντες της αγοράς προκρίνουν μια τέτοια επιλογή, σε σχέση με την αποκλιμάκωση των συντελεστών φορολογίας που και αυτή είναι στα πλάνα. Σημειώνεται ότι ο στόχος είναι για μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% για τα φετινά κέρδη τους (με δημοσιονομικό κόστος 540 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2021. Πάντως η μείωση του φορολογικού συντελεστή των νομικών προσώπων ωφελεί μόνο τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, που δεν είναι και πολλές. Αντίθετα η αποκλιμάκωση των εισφορών δίνει ένεση ζωής σε μικρές επιχειρήσεις που παλεύουν να επιβιώσουν, ενώ λειτουργεί και ως κίνητρο για τη στήριξη της απασχόλησης.
Παράλληλα με όλα αυτά σχεδιάζεται και η μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Μάλιστα χτες ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για πλήρη κατάργηση της εισφοράς το 2021: «Πιστεύω ότι μπορούμε και εντός του 2021 να καταργηθεί πλήρως, εφόσον η οικονομία εξακολουθεί να πηγαίνει τόσο καλά όσο πιστεύουμε ότι θα πάει».
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr