Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, το αναπτυξιακό κενό της ελληνικής οικονομίας και το έλλειμμα ευημερίας συγκριτικά με την προ κρίσης περίοδο αλλά και με την Ευρωζώνη διατηρείται υψηλό. Το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται κατά 23% από αυτό του 2008, όταν η πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης έχει ήδη ανακάμψει. Αντίστοιχα, μεταξύ 2008 και 2018 το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4.770 ευρώ, ενώ η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση μειώθηκε κατά 3.300 ευρώ.
Η εσωτερική ζήτηση παρουσιάζει στασιμότητα, τόσο από την πλευρά της κατανάλωσης όσο και της επένδυσης. Η εξωτερική ζήτηση έχει εξίσου περιορισμένη επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς το θετικό αποτέλεσμα των εξαγωγών αντισταθμίζεται πλήρως από το αρνητικό αποτέλεσμα των εισαγωγών. Η εδραίωση βιώσιμων όσο και ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών για την ελληνική οικονομία απαιτεί έναν κρίσιμο όγκο νέων επενδύσεων στοχευμένων στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό της εγχώριας παραγωγικής δομής.
Η αύξηση των επενδύσεων δεν φαίνεται να περιορίζεται
Οι επενδύσεις των μη-χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων κυμαίνονται γύρω στο 5% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και από τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της. Η υστέρηση αυτή αποτελεί βασική αιτία εμπλοκής των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Το στοιχείο αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές συνυπολογίζοντας ότι το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να μειώνεται. Οι καθαρές επενδύσεις των μη-χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο -0,6% του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο του 2019 και στο -0,2% του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2019.
Πρέπει να τονιστεί ότι η χρηματοδότηση νέων επενδύσεων θα μπορούσε να γίνει μέσω της χρήσης ιδίων κεφαλαίων, αφού τα αδιανέμητα κέρδη ήταν ίσα με 1,6% του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2019. Επομένως, με δεδομένα τα ευρήματα αυτά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αύξηση των επενδύσεων δεν φαίνεται να περιορίζεται τόσο από έλλειμμα χρηματοδότησης όσο από έλλειμμα πρόθεσης των εγχώριων επιχειρηματιών να επενδύσουν.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ξεπέρασε την κατανάλωσή τους, έπειτα από μια μακρά περίοδο αρνητικών αποταμιεύσεων. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οφείλεται μερικώς στην αύξηση του κατώτατου μισθού και του γενικού επιπέδου των μισθών αλλά και στην αύξηση των κοινωνικών παροχών το β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στηρίξει μια υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη, καθώς επίσης και εάν η θετική ροή αποταμιεύσεων είναι διατηρήσιμη.
Επιφυλάξεις ως προς την προσδοκώμενη επεκτατική συμβολή των φοροελαφρύνσεων
Το 2019 αναμένεται να αποτελέσει ένα ακόμη έτος δημοσιονομικών υπεραποδόσεων και υψηλών πλεονασμάτων. Τα αποτελέσματα της Γενικής Κυβέρνησης το β΄ τρίμηνο εμφανίζονται βελτιωμένα έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2018 με όλες τις βασικές κατηγορίες δημόσιων εσόδων να καταγράφουν θετική ετήσια μεταβολή. Παρά τα υπερπλεονάσματα και την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, η μετάβαση του Δημοσίου σε καθεστώς διατηρήσιμης χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας παραμένει αβέβαιη και θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την εκπλήρωση ή μη των υψηλών αναπτυξιακών προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει οι φοροελαφρύνσεις, τον βραχυμεσοπρόθεσμο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, τις ανισορροπίες σε κρίσιμα ισοζύγια της οικονομίας, καθώς και από τις εξελίξεις στο ευρύτερο εξωτερικό περιβάλλον.
Οι φοροελαφρύνσεις θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας στην αγορά. Διατηρούμε όμως επιφυλάξεις ως προς την προσδοκώμενη επεκτατική συμβολή τους. Η υπόθεση ότι η μείωση των φόρων θα μετασχηματιστεί σχεδόν αυτόματα σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κυρίως των επενδύσεων είναι χαμηλού ρεαλισμού, ειδικά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικών περιορισμών και υψηλών δανειακών και άλλων υποχρεώσεων. Ωστόσο, η μείωση της φορολογίας καθίσταται επιτακτική λόγω της υπέρμετρα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης ειδικά των νοικοκυριών και των εργαζομένων κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Στο πλαίσιο αυτό, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απόδοση των νέων μέτρων. Με δεδομένα το υψηλό επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή ροπή προς κατανάλωση των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, υψηλότερα μεγεθυντικά οφέλη θα μπορούσαν, κατά την άποψή μας, να διασφαλιστούν μέσω μιας αλλαγής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που, παράλληλα με την κινητοποίηση περισσότερων δημόσιων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός πράσινου αναπτυξιακού σχεδίου, θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων.
Η εξέλιξη της ανεργίας βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς
Η αναπροσαρμογή αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας, την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, τη στήριξη της απασχόλησης και των ροών εισοδήματος στην οικονομία, διασφαλίζοντας τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Παρόλο που η αγορά εργασίας συνεχίζει να εμφανίζει σημάδια σταθερής ανάκαμψης, η εξέλιξη της ανεργίας βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς και όχι πάντα με ίσους όρους για όλες τις ομάδες των εργαζομένων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελλάδα οι πιθανότητες μετάβασης από την ανεργία στην εργασία υπολογίζονται σε 7% (επί του ποσοστού της ανεργίας) ‒ 8% για τους άνδρες και 6% για τις γυναίκες. Αρκετά πιο δύσκολο είναι να μεταβούν από την ανεργία στην εργασία οι μακροχρόνια άνεργοι (3%) σε σχέση με όσους είναι άνεργοι λιγότερο από ένα έτος (17%).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr