Η απόφαση πάντως δεν είναι τελεσίδικη καθώς οι σύμβουλοι Επικρατείας απάντησαν επί προδικαστικών ερωτημάτων που τους τέθηκαν και παρέπεμψαν και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να την εξετάσει και να εκδώσει νέα απόφαση.
Στο ΣτΕ είχαν σταλεί από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προδικαστικά ερωτήματα με αφορμή την υπόθεση γνωστού τραγουδιστή, καθώς υπήρχαν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις.
Τα ερωτήματα τα οποία κλήθηκε να απαντήσει το ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σάρπ και εισηγητής ο Πάρεδρος Ιωάννης Δημητρακόπουλος) αφορούσαν το αν μπορεί να μετατοπίζεται το αποδεικτικό βάρος από την Εφορία στον πολίτη, αν κάθε έμβασμα μπορεί να εκλαμβάνεται ως προσαύξηση της περιουσίας από άγνωστη πηγή, αν μπορούν να αφαιρεθούν από τα δηλωθέντα εισοδήματα τεκμαρτές δαπάνες, αν ο κρίσιμος χρόνος για τη φορολόγηση είναι η ημερομηνία αποστολής του εμβάσματος και εντοπισμού του χρηματικού ποσού, κ.λπ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας πριν απαντήσουν στα προδικαστικά ερωτήματα, υπογραμμίζουν ότι «η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2 ), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος».
Επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν, ότι «το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ' αρχήν, το κράτος» (φορολογική αρχή).
Ακόμη, αναφέρει η απόφαση, «τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη» και συνεχίζει:
«Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, "τεκμήρια"), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης».
Και καταλήγει: «Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων».
Σε άλλο σημείο της αναφέρεται ότι «η μεταφορά (με έμβασμα) χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, στον οποίο δεν υπάρχει συνδικαιούχος, σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου δεν ενέχει προσαύξηση της περιουσίας του».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr