Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν αναφέρθηκε στις αιτίες που οδήγησαν σε μεικτή πρόοδο μέσω του πρώτου προγράμματος, ενώ στάθηκε στην ανεπαρκή καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την πολιτική αστάθεια και ζητήματα διοικητικής ικανότητας. Στο νέο πρόγραμμα, πρόσθεσε, προσαρμόζεται η στρατηγική σε παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη με παρεμβάσεις ιδίως στην αγορά εργασίας. Αναφέρθηκε και σε πρωτοβουλίες για ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Αναφέρθηκε παράλληλα στην εκροή καταθέσεων που πληγώνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και την τρύπα από το PSI στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια που θα καλυφθεί από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με την συμμετοχή των μετόχων.
Στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας έκανε αναφορά στο μοναδιαίο κόστος εργασίας και στο χάσμα που δημιουργήθηκε την προηγούμενη 10ετία, επισημαίνοντας πως υπάρχει ακόμη "πολύ δρόμος που πρέπει να διανύσουμε".
Επιπλέον ανέφερε ότι, συνολικά το νέο δάνειο έως το 2014 φτάνει στα 180 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 98 δισ. θα καλύψουν τις εσωτερικές ανάγκες του κράτους και την πληρωμή τόκων. Επιπλέον ποσό θα δοθεί από το ΔΝΤ έως το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Ο κ.Μορς έκανε τέλος λόγο για την ανάγκη τήρησης του προγράμματος από τη νέα κυβέρνησης, καθώς η Ελλάδα εξαρτάται και από την οικονομική ανάπτυξη των εταίρων της.
Η περίληψη της έκθεσης της Τρόικας
Ένα κοινό κλιμάκιο Επιτροπής/ΕΚΤ/ΔΝΤ συναντήθηκε με τις ελληνικές αρχές στην Αθήνα στο διάστημα 17 Ιανουαρίου - 9 Φεβρουαρίου 2012. Το κλιμάκιο αξιολόγησε τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τους όρους και τις διατάξεις του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και συζήτησε το πακέτο πολιτικής που θα αποτελέσει τη βάση για το επόμενο πρόγραμμα.
Η πρόοδος της Ελλάδας όσον αφορά τους φιλόδοξους στόχους του πρώτου προγράμματος προσαρμογής υπήρξε ανομοιογενής. Διάφοροι παράγοντες έφεραν προσκόμματα στην πορεία υλοποίησης: πολιτική αστάθεια, κοινωνική αναταραχή και ζητήματα διοικητικής ικανότητας· κυρίως, όμως, ύφεση, η οποία ήταν πολύ βαθύτερη από ό,τι προβλεπόταν. Σημαντικοί δημοσιονομικοί στόχοι δεν επιτεύχθηκαν, γεγονός που οδήγησε στην υιοθέτηση πρόσθετων μέτρων εξυγίανσης κατά τη διάρκεια του 2010 και του 2011. Ωστόσο, η Ελλάδα πέτυχε σημαντική μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης: από 15 ¾ τοις εκατό του ΑΕΠ το 2009 σε 9¼ τοις εκατό το 2011. Αυτή η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν απαραίτητη, δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού ελλείμματος το 2009. Η προσαρμογή είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τις περισσότερες από τις περιπτώσεις δημοσιονομικής εξυγίανσης σε χώρες της ΕΕ που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν. Αυτή η δημοσιονομική εξυγίανση έπρεπε να επιτευχθεί σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 11% και πλέον, κάτι που ήταν αναπόφευκτο δεδομένου του σημαντικού (θετικού) κενού παραγωγής που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας των μη βιώσιμων πολιτικών που εφαρμόζονταν μέχρι το 2009. Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης που συμφωνήθηκε ήταν σημαντικές θεσμικές αλλαγές που, μεσοπρόθεσμα, θα αποδώσουν καρπούς. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχει υποστηριχθεί από τα έκτακτα μέτρα του Ευρωσυστήματος, τα οποία συνέβαλαν στην κατάλληλη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η πρόοδος όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της διαχείρισης των εσόδων και του ελέγχου των δαπανών ήταν ανεπαρκής, τα δε μέτρα που έχουν ληφθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την ταχεία διευθέτηση των πληρωμών προς τους προμηθευτές παραμένουν περιορισμένα. Επιπλέον, ενώ από το Μάιο του 2010 έχουν γίνει πολλά βήματα στον τομέα των αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τα επιτεύγματα ήταν σαφώς δυσανάλογα προς την ανάγκη να επιταχυνθεί η αύξηση της παραγωγικότητας και να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις, υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση ενστερνιζόταν το πρόγραμμα. Το σημαντικότερο πάντως είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν από την άνοιξη του 2010 δεν επαρκούσαν για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και την εξασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και ότι η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να επιστρέψει στις αγορές.Η στρατηγική του προγράμματος έχει προσαρμοστεί. Μέσω της μεγάλης κλίμακας βοήθειας προς την Ελλάδα, η διεθνής κοινότητα τής παρέχει χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια, αντισταθμίζοντας έτσι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αναμένεται να είναι σε θέση να επιστρέψει στη χρηματοδότηση από τις αγορές κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Η Ελλάδα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το διάστημα αυτό για να στηρίξει τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης που καταβάλλει με διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την εξοικονόμηση δαπανών σε διαρκή βάση. Στο ίδιο πνεύμα, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της ανάπτυξης, η δε χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα πρέπει να διατηρηθεί. Οι στόχοι αυτοί δεν διαφέρουν από τους στόχους του πρώτου προγράμματος. Παρ'όλα αυτά, στο δεύτερο πρόγραμμα, η υλοποίηση των αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έρχεται στο προσκήνιο κατά την συνολική εφαρμογή του προγράμματος, ενώ η αναδιάρθρωση του χρέους και η υψηλότερη επίσημη χρηματοδότηση επιτρέπει μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή και μια πιο σταδιακή διαδικασία ιδιωτικοποίησης.
Η οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται και οι βραχυπρόθεσμοι δείκτες μεγέθυνσης αναθεωρήθηκαν κι άλλο προς τα κάτω. Το 2011 η οικονομία εκτιμάται ότι συρρικνώθηκε κατά 6,9%. Αρνητικό κλίμα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθυστερήσεις και προβλήματα στην εφαρμογή των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, δυσκολίες πρόσβασης σε πίστωση, υψηλότερα επίπεδα ανεργίας και αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα το φθινόπωρο - όταν η συμμετοχή της Ελλάδας στην νομισματική ένωση συζητήθηκε ανοικτά- όλα αυτά συνέβαλαν στην ασθενή ιδιωτική κατανάλωση και σε πρόσθετη συρρίκνωση των επενδύσεων. Επιπλέον, η επιβράδυνση της ζήτησης στις ευρωπαϊκές οικονομίες επιβράδυνε τις ελληνικές εξαγωγές, οι οποίες είχαν επιδείξει δυναμική ανάπτυξη τα προηγούμενα τρίμηνα. Παρά το γεγονός ότι το δεύτερο πρόγραμμα χρηματοδότησης και η ολοκλήρωση της ανταλλαγής του χρέους θα συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας των τελευταίων μηνών, η ύφεση θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα καθ’όλο το 2012. Η συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής εκτιμάται σήμερα σε 4 ¾ τοις εκατό, με καθοδικούς κινδύνους. Η ανάκαμψη που είχε ανακοινωθεί για το επόμενο έτος θα καθυστερήσει περαιτέρω: στην καλύτερη περίπτωση αναμένεται στασιμότητα της δραστηριότητας το 2013. Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης αναμένεται να επιστρέψουν σε θετικό πρόσημο το 2014.
Η μεσοπρόθεσμη οικονομική απόδοση της Ελλάδας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, ιδίως όσες αφορούν την αγορά εργασίας, την απελευθέρωση διαφόρων τομέων και μια σειρά μέτρων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αναμένεται να συμβάλλουν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, στην άνοδο της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και στη μείωση του κόστους παραγωγής. Χωρίς αυτές τις μεταρρυθμίσεις, οι βελτιώσεις στον τομέα της ανταγωνιστικότητας ενδέχεται είτε να απαιτήσουν πολύ χρόνο είτε να καταστούν δυνατές μόνο μέσω συμπίεσης των εισαγωγών και μείωσης του κόστους εργασίας λόγω ανεργίας. Οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις στις οποίες βασίζεται το δεύτερο πρόγραμμα χρηματοδότησης, προϋποθέτουν ότι, μετά τις φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, θα υπάρξουν εξίσου σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Εάν αυτό δεν συμβεί, η μείωση των μισθών και του μη μισθολογικού κόστους θα οδηγήσει σε υψηλότερα περιθώρια κέρδους και οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις ανάπτυξης μεταξύ 2½ και 3 τοις εκατό στο διάστημα 2015-2020 μπορεί να αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες.
Βραχυπρόθεσμα υπάρχει κάποια ένταση μεταξύ εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η Ελλάδα υποφέρει από μη βιώσιμες ανισορροπίες τόσο στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς· η πρόοδος και στα δύο αυτά μέτωπα είναι ανεπαρκής μέχρι στιγμής, απαραίτητη δε κατά τα προσεχή έτη. Η Ελλάδα οφείλει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα μέσω μιας φιλόδοξης εσωτερικής υποτίμησης, μέσω δηλαδή μείωσης των τιμών και του κόστους παραγωγής σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, καθώς και μέσω της μετάβασης από μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση σε μία οικονομία βασισμένη στις εξαγωγές. Δεδομένου ότι η ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί χρόνο, είναι απαραίτητη μία εκ των προτέρων μείωση του ονομαστικού κόστους των μισθών και του μη μισθολογικού κόστους. Τούτο είναι αναπόφευκτο, αλλά περιπλέκει τη δημοσιονομική προσαρμογή λόγω της επίδρασης που έχει η εσωτερική υποτίμηση επί του ονομαστικού ΑΕΠ και, ταυτόχρονα, επί των φορολογικών βάσεων. Επιπλέον, όταν λάβει χώρα η ανάκαμψη, η σύνθεση της οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να συνοδεύεται από λιγότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με τις προηγούμενες ανοδικές τάσεις.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2012 και τα επόμενα έτη αναθεωρήθηκαν. Οι στόχοι έχουν προσαρμοστεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς μακροοικονομικές εξελίξεις, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι, κατά τη διάρκεια του προγράμματος, θα σημειωθεί επαρκής πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη του στόχου για ένα χρέος 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Το πρόγραμμα στηρίζεται στο στόχο της επίτευξης πρωτογενούς ελλείμματος 1% του ΑΕΠ το 2012 και πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ το 2014. Λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομίες που προκύπτουν από την αναδιάρθρωση του χρέους, η δημοσιονομική πορεία σχεδιάζεται με τρόπο που να συνάδει προς τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το 2014, όπως προβλεπόταν κατά την έναρξη του πρώτου προγράμματος. Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014 θα πρέπει να διατηρηθεί σε αυτό το υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια. Η εμπειρία των άλλων χωρών της ΕΕ δείχνει, ωστόσο, ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα τέτοιου μεγέθους δεν είναι δυσανάλογο και είναι κοινωνικά ανεκτό. Σε κάθε περίπτωση, αυτοί οι στόχοι είναι χαμηλότεροι από ότι απαιτείται στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος.
Στις αρχές του 2012, η κυβέρνηση ενέκρινε νέα δέσμη φορολογικών μέτρων. Όλα τα μέτρα αυτά (1,5% του ΑΕΠ) είναι από την πλευρά των δαπανών του προϋπολογισμού. Είναι η πρώτη φορά, από το Μάιο του 2010, που η προσαρμογή της δημοσιονομικής στρατηγικής δεν συνοδεύτηκε από αύξηση των φόρων, μολονότι το πρόγραμμα είχε προβλέψει από την αρχή δυναμική πορεία εξυγίανσης από την πλευρά των δαπανών. Εάν εφαρμοστεί πλήρως, η νέα δέσμη μέτρων θα επιτρέψει την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές έλλειμμα το 2012.
Ωστόσο, οι σημερινές προβλέψεις δείχνουν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα για το 2013-14. Οι σημερινές προβλέψεις δείχνουν ένα σωρευτικό δημοσιονομικό έλλειμμα 5½ τοις εκατό του ΑΕΠ το 2013-14. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα θα πρέπει να ανακοινώσει και να εγκρίνει σημαντικές πρόσθετες περικοπές δαπανών τους επόμενους μήνες, ιδίως όταν θα επικαιροποιήσει το μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό της (μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής) το Μάιο του 2012. Προς προετοιμασία των μέτρων αυτών, η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει την επανεξέταση των προγραμμάτων δημοσίων δαπανών. Προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις επί των δυνατοτήτων οικονομικής μεγέθυνσης, τα πρόσθετα μέτρα πρέπει να αφορούν την πλευρά των δαπανών. Η επανεξέταση αναμένεται να επικεντρωθεί και να συμβάλει στην εξοικονόμηση στον τομέα των κοινωνικών μεταβιβάσεων, με παράλληλη διατήρηση της βασικής κοινωνικής προστασίας, της άμυνας και της αναδιάρθρωσης της κεντρικής και τοπικής διοίκησης. Η μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο μέσω απολύσεων και μέσω του κανόνα της μίας πρόσληψης για πέντε αποχωρήσεις θα συμβάλει και αυτή στη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ένα φιλόδοξο σύνολο μέτρων για την αγορά εργασίας, τα οποία συμπληρώνουν τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2010 και το 2011. Δεδομένου ότι ο κοινωνικός διάλογος με εργοδότες του ιδιωτικού τομέα και εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και ο διάλογος μεταξύ αυτών, δεν κατέληξε σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα, η κυβέρνηση νομοθέτησε τη μείωση των κατώτατων μισθών στον ιδιωτικό τομέα και την τροποποίηση σειράς διαδικασιών καθορισμού των μισθών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για την λήξη των συλλογικών συμβάσεων και τη διαιτησία επί των μισθολογικών διαφορών. Τούτο αποτελεί τμήμα μιας στρατηγικής για τη μείωση του εργατικού κόστους στην ιδιωτική οικονομία κατά 15 τοις εκατό μέσα σε τρία χρόνια, με στόχο την ταχύτερη μείωση του κόστους εργασίας που ήδη έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του 2011. Εκτός των περικοπών στους ονομαστικούς μισθούς, ο στόχος αυτός αναμένεται επίσης να επιτευχθεί με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, μέσω της εξάλειψης των μη βασικών κοινωνικών παροχών και της αντίστοιχης μείωσης των εργοδοτικών εισφορών. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να λάβει πρόσθετα διορθωτικά μέτρα για τη διευκόλυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη διασφάλιση της ευελιξίας των μισθών και της αύξησης της απασχόλησης.
Η πρόοδος της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης υπήρξε βραδύτερη από ό,τι είχε προγραμματιστεί, λόγω των δυσμενών συνθηκών της αγοράς αλλά και τεχνικών και νομικών εμποδίων στην προετοιμασία των προς πώληση περιουσιακών στοιχείων. Στους μήνες που προηγήθηκαν της συμφωνίας PSI, η αγορά έδειξε ιδιαίτερα χαμηλό ενδιαφέρον για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. Λαμβάνοντας ως βάση την υπόθεση ότι η έναρξη του δεύτερου προγράμματος χρηματοδότησης θα βοηθήσει να ξεπεραστεί το αρνητικό κλίμα της αγοράς, το ταμείο ιδιωτικοποίησης θα είναι σε θέση να παράγει μια συνεχή ροή περιουσιακών στοιχείων προς ιδιωτικοποίηση επί αρκετά χρόνια. Ο στόχος της ιδιωτικοποίησης περιουσιακών στοιχείων αξίας 50 δισ. ευρώ διατηρείται, θα επιτευχθεί όμως σε ένα χρονικό ορίζοντα που υπερβαίνει κατά πολύ το 2015, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα διευρύνει τον κατάλογο των προς ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων. Εκτός από τη συμβολή της στην κάλυψη οικονομικών αναγκών, η ιδιωτικοποίηση παραμένει ζωτικής σημασίας για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η Ελλάδα έχει εγκαινιάσει ολοκληρωμένη στρατηγική για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, με σειρά εποπτικών και ρυθμιστικών μέτρων. Οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται σοβαρά από την αναδιάρθρωση του χρέους, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης ύφεσης, οδηγώντας σε σημαντικές ελλείψεις κεφαλαίων για όλες τις τράπεζες. Οι βιώσιμες τράπεζες θα καταγραφούν και θα ανακεφαλοποιηθούν επαρκώς βάσει συστάσεων των εποπτικών αρχών και αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του PSI. Το νέο πρόγραμμα περιλαμβάνει επαρκείς πόρους για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σε περίπτωση που οι ιδιώτες μέτοχοι δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν τα απαραίτητα κεφάλαια.
Η δομή της διακυβέρνησης των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης και εξυγίανσης θα ενισχυθεί σημαντικά. Τούτο κατέστη αναγκαίο λόγω του πολύ σημαντικού ποσού της επίσημης χρηματοδότησης που θα διοχετευθεί μέσω των υφιστάμενων ελληνικών φορέων, ιδίως μέσω του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η στρατηγική ανακεφαλαιοποίησης έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να μεγιστοποιείται η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, μεριμνώντας παράλληλα για τα συμφέροντα του κράτους. Οι τραπεζικές μετοχές που θα αποκτήσει το κράτος κατά τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης θα έχουν περιορισμένα δικαιώματα ψήφου, αλλά μπορεί να εξακολουθούν να επιτρέπουν τη διανομή των θετικών αποδόσεων μεταξύ κράτους και ιδιωτών μετόχων. Όποτε αυτό είναι δυνατόν, η ιδιωτική διαχείριση των τραπεζών θα πρέπει να διατηρηθεί.
Η αναβάθμιση της επίσημης χρηματοδότησης και η ανταλλαγή χρέους που διακρατείται από τον ιδιωτικό τομέα θα βελτιώσει τις προοπτικές βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με ένα συγκρατημένα αισιόδοξο αλλά ρεαλιστικό σενάριο, αν η Ελλάδα εκπληρώσει τους στόχους του προγράμματος, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί στο 117% περίπου το 2020. Ωστόσο, θα παραμείνει υψηλός για πολλά χρόνια και, ως εκ τούτου, θα επηρεάζεται έντονα από δυσμενείς εγχώριες και παγκόσμιες εξελίξεις. Ειδικότερα, σχετικά μικρές αποτυχίες όσον αφορά την ανάπτυξη λόγω αργού ρυθμού υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή ένα δυσμενές εξωτερικό πλαίσιο, μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη δυναμική του χρέους. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο και το μερίδιο του επίσημου χρέους, καθώς και η de facto ανώτερη θέση των ομολόγων που προκύπτουν από τη δομή της συγχρηματοδότησης που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του χρέους περιπλέκει το ζήτημα της επιστροφής της Ελλάδα στις αγορές κατά τη λήξη του δεύτερου προγράμματος. Σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν έχει επιστρέψει στις αγορές κατά το χρόνο της λήξης του προγράμματος, πρόσθετη χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα μπορεί να κριθεί απαραίτητη.
Τα διεθνή δάνεια βοήθεια προς την Ελλάδα που εκταμιεύθηκαν μέχρι στιγμής ανέρχονται σε 73 δισεκατομμύρια ευρώ. Από το ποσό αυτό, 52,9 δισ. ευρώ έχουν καταβληθεί από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και 19,9 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ. Για το δεύτερο πρόγραμμα, το ΕΤΧΣ και το ΔΝΤ θα αναλάβουν την υποχρέωση εκταμίευσης των μη εκταμιευμένων ποσών του πρώτου προγράμματος καθώς και 130 δισ. ευρώ επιπλέον για τα έτη 2012-14. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αναλήψεις υποχρεώσεων του ΕΤΧΣ θα ανέλθουν στο ποσό των 144,7 δισεκατομμυρίων (συμπεριλαμβανομένων των ήδη αναληφθέντων ή εκταμιευμένων ποσών για το PSI και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών), ενώ το ΔΝΤ θα συνεισφέρει 28 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια 4 ετών.
Οι κίνδυνοι για την υλοποίηση παραμένουν πολύ υψηλοί. Η επιτυχία του δεύτερου προγράμματος εξαρτάται κυρίως από την Ελλάδα. Εξαρτάται σε αποφασιστικό βαθμό από την πλήρη και έγκαιρη υλοποίηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος. Η επιτυχημένη ανταλλαγή χρέους αναμένεται να συμβάλει στην ενίσχυση της μεταρρυθμιστικής δυναμικής και στην οικοδόμηση συναίνεσης υπέρ των δύσκολων μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται ακόμη μπροστά μας. Η συνέχιση της ιδιαίτερα εκτεταμένης διεθνούς οικονομικής βοήθειας μπορεί να αναμένεται μόνον εάν βελτιωθεί η υλοποίηση της πολιτικής. Η αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών να τηρήσουν τις συμφωνηθείσες πολιτικές, θα δοκιμαστεί ήδη κατά τους προσεχείς μήνες, όταν θα χρειαστεί να καθοριστούν τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος ώστε να κλείσει η μεγάλη ψαλίδα για το διάστημα 2013-14. Στο ίδιο πνεύμα, η βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση θα απαιτήσουν μεγαλύτερες προσπάθειες ώστε να ξεπεραστεί η αντίσταση των κεκτημένων συμφερόντων. Η υλοποίηση των διαρθρωτικών μέτρων - από την απελευθέρωση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών έως τις μεταρρυθμίσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο - θα πρέπει να αντιμετωπίσει γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, την αντίσταση των ομάδων πίεσης και των κεκτημένων συμφερόντων καθώς και μακροχρόνια πολιτικά ταμπού. Όλα αυτά απαιτούν αποφασιστικότητα εκ μέρους της κυβέρνησης, ενισχυμένο πολιτικό συντονισμό, καθώς και τη συναίνεση του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.
Οι υπηρεσίες της Επιτροπής συνιστούν να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό η πρώτη εκταμίευση του δεύτερου προγράμματος. Η αναδιάρθρωση του χρέους έχει γίνει και οι εκτεταμένες ενέργειες που ήταν απαραίτητες ώστε το πρόγραμμα να επανέλθει σε τροχιά υλοποίησης έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η τήρηση των συμφωνηθέντων μέτρων πολιτικής στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος ήταν επαρκής, παρά τις ελλείψεις που επισημαίνονται στην παρούσα έκθεση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr