Η Ελλάδα, και οι αποφάσεις που ελήφθησαν γι’ αυτήν, μονοπωλεί για ακόμη μία φορά τις αναλύσεις, οι οποίες κατά πλειονότητα συγκλίνουν στο εξής: Μπορεί να λύθηκαν ορισμένα θέματα, ωστόσο τα ανοικτά μέτωπα είναι πολλά και σημαντικά.
Σαφώς και η εξέλιξη της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης του επιτοκίου της Ελλάδας αποτελεί ένα θετικό βήμα, ωστόσο, το γεγονός ότι τα νέα δάνεια της Ελλάδας (τα 110 δις. ευρώ) αντιστοιχούν μόλις στο 35% του συνόλου, προβληματίζει τους αναλυτές.
Το ερώτημα για το τι μέλλει γενέσθαι για το υπόλοιπο χρέος, σε συνδυασμό με τις διακηρύξεις των Γερμανών περί συμμετοχής και των ιδιωτών σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση χρέους κράτους μέλους από το 2013 και μετά είναι το μεγαλύτερο αγκάθι που παραμένει για το ελληνικό πρόβλημα. Την ίδια ώρα, σε ένα οικονομικό περιβάλλον παγκοσμίως που μόνο ευνοϊκό δεν είναι, δεν έχει αποφασιστεί τίποτα για τις δευτερογενείς αγορές ομολόγων, αφήνοντας σχεδόν “έκθετη” την ΕΚΤ, ενώ δεν έχουν δοθεί και οι λεπτομέρειες λειτουργίας του μόνιμου μηχανισμού στήριξης που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2013 και μετά. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, και πάλι οι Ευρωπαίοι άφησαν τις αγορές να «υποθέτουν», συντηρώντας το κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης, καθώς άφησαν αναπάντητα τα ερωτήματα περί ένταξης της από το 2013 και μετά στο μόνιμο μηχανισμό στήριξης, κι αν αυτό θα σημάνει και τη συμμετοχή των ιδιωτών σε μία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση χρέους.
Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση των Ευρωπαίων, πλέον η Ελλάδα για να καταφέρει να σταθεροποιήσει τα επίπεδα χρέους της χρειάζεται δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 4,7%, από 6,2% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση και 8,3% που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση. Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο θα πρέπει να περιοριστεί στα επίπεδα του 100% (ή στο 110% εάν η Ελλάδα δημιουργήσει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα), ενώ την ίδια ώρα η ελληνική κυβέρνηση δέχεται σημαντικές πιέσεις για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων, τα οποία τίθενται μάλιστα και ως προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η Ελλάδα μετατράπηκε και σε “κλειδί” για το άνοιγμα μίας κόντρας που κρατά δεκαετίες τώρα, αυτής μεταξύ ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών. Το γεγονός ότι οι διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών διαρκώς αυξάνονται και διευρύνονται, αποτελεί πλέον τροφή στα σχόλια των ευρωσκεπτικιστών ότι το εγχείρημα της ευρωζώνης ήταν αποτυχία από τη γέννεση του. Σ' αυτό έρχεται να προστεθεί και το δίλημμα που έχει τεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων, ώστε να καμφθούν οι πληθωριστικές πιέσεις που έχουν δημιουργηθεί και εξαιτίας της ανόδου των τιμών των εμπορευμάτων.
Οι αγορές φαίνεται να κρατούν στάση αναμονής ώστε να δουν αποτελέσματα στην ερχόμενη σύνοδο της 24ης και 25ης Μαρτίου, γεγονός το οποίο φαίνεται και από τα αποτελέσματα των δημοπρασιών των χωρών μελών αυτήν την εβδομάδα. Μέχρι τότε, η Ευρώπη θα πρέπει όχι μόνο να βρει (εάν δεν έχει βρει) αλλά και να έχει συμφωνήσει σε όλες τις λεπτομέρειες για το πως θα λειτουργήσει ο μηχανισμός στήριξης, πως θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των “δύο ταχυτήτων” στην ευρωζώνη, πως θα βοηθηθούν πραγματικά τα αδύναμα κράτη μέλη, και πως θα συμμετάσχουν και οι ιδιώτες σε αυτά τα πλάνα της ΕΕ. Αυτά είναι τα “ολίγα” θέματα που δεν έλυσαν οι ηγέτες τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρώπη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr