Οι αυστηροί και φιλόδοξοι στόχοι του SSM που προβλέπουν μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών κατά 40% - 50% και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους κατά 35% - 40% στην τριετία 2017 - 2019, αποτελούν μια «δύσκολη εξίσωση».
Σήμερα, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο), το οποίο, όπως είχε αποκαλύψει, μιλώντας στη Βουλή τον Ιούλιο, ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας. Στα τέλη του α’ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ. Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθανε στο 67%, στα στεγαστικά το 42% και στα καταναλωτικά το 55%.
Ο διοικητής της ΤτΕ επισήμαινε ότι τα μεγέθη αυτά δεν είχαν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνέχιζαν να αυξάνονται, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας.
Ωστόσο, οι τραπεζίτες φαίνεται ότι στο θέμα της bad bank δεν είχαν σύμμαχο τελικά την κυβέρνηση. Στις χτεσινές επαφές κυβέρνησης και θεσμών φάνηκε ότι μπαίνει "φρένο" στην επιδίωξη των τραπεζών στη σύσταση bad bank. Ανώτατος αξιωματούχος του υπουργείο Οικονομίας εξερχόμενος της συνάντησης με τους Θεσμούς, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δήλωσε χαρακτηριστικά: «Oι ίδιες οι τράπεζες μπορούν να κάνουν ό, τι θέλουν με τα νέα εργαλεία. Εμείς ό, τι είχαμε να νομοθετήσουμε, το νομοθετήσαμε».
Δήλωση που αποτυπώνει τη διάθεση της κυβέρνησης να μην διαπραγματευθεί με τους δανειστές τη σύσταση bad bank για τη διαχείριση κόκκινων δανείων που φαίνεται να ξαναβάζουν στο τραπέζι τραπεζικά στελέχη.
Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα εικόνα για τις τράπεζες με βάση τα στοιχεία α΄ εξαμήνου, αποτυπώνει μεν τις προσπάθειές τους να περιορίσουν μέσω ρυθμίσεων τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, ωστόσο οι δείκτες επισφαλειών παραμένουν ακόμη δυσθεώρητοι: από 45,1% μέχρι και 52,6% ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες και από 34,4% μέχρι 39% ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο στόχος, τον οποίο έχει αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ σε επίπεδο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, προβλέπει ότι το 2019 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% ή 41 δισ. ευρώ. Η μείωση αυτή αναμένεται ότι θα προκύψει: α) από την ανάκαμψη της Οικονομίας, όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα, και τη συνεπακόλουθη επιστροφή σε κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων και β) από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα. Σε μικρό ποσοστό (της τάξης του 5%) προβλέπεται πώληση δανείων, ενώ η ρευστοποίηση (πλειστηριασμοί) δεν προβλέπεται μεγαλύτερη του 7% στο σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Στόχοι που μόνο εύκολο δεν είναι να καταστούν… επιτεύξιμοι, τουλάχιστον άμεσα, καθώς θα χρειαστεί χρόνος αλλά και ανάκαμψη της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, διόλου τυχαία δεν ήταν η πρόσφατη παρέμβαση του προέδρου της EUROBANK, Ν. Καραμούζη, περί της πιθανής αναγκαιότητας μιας bad bank, ειδικά για τα μεγάλα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια, επισημαίνοντας ότι απαιτείται μια αποτελεσματική διαδικασία εκκαθάρισης των προβληματικών δανείων, η οποία χρειάζεται άμεσα. Πέρασε σχεδόν 1-1,5 έτος από τότε που η σεναριολογία περί «κακής τράπεζας» ήταν το βασικό πλάνο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, ακόμα και εν όψει, τότε, της νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Μοντέλο για το οποίο ήταν αρνητικές τόσο την Ε.Ε. όσο και την ΕΚΤ, οι οποίες προέκριναν την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών μέσω νέων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε γιατί είχε, μεταξύ άλλων, καταστεί απαγορευτικό το καθεστώς των ρητρών για τις περιπτώσεις state aid δηλαδή κρατικής χρηματοδότησης ενώ… είχε υιοθετηθεί και η οδηγία BBRD με το bail in σε ομόλογα και καταθέσεις.
Αν και η bad bank προκρίνεται από πολλές πλευρές σαν μια καλή λύση, πλέον θεωρείται δύσκολο να εφαρμοστεί γιατί χρειάζονται 20-25 δισ. νέα κεφάλαια και γιατί το καθεστώς state aid έχει καταστεί ακραία αυστηρό. Αντί της bad bank οι δανειστές υποχρεώνουν τις τράπεζες στην Ελλάδα να προχωρήσουν στην αξιοποίηση των NPLs μια διαδικασία χρονοβόρο και χαμηλής απόδοσης.
Πάντως, πολλά funds αποκομίζουν τεράστια κέρδη από τη διαχείριση των προβληματικών δανείων σε άλλες χώρες. Στελέχη ελληνικών τραπεζών σημειώνουν ότι αν ξένα funds αγόραζαν «κόκκινα» δάνεια, ύψους 30 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες και κατάφερναν να εισπράξουν το 15% αυτών, θα μπορούσαν να βγάλουν κέρδη 4,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr