Μιλώντας στην Καθημερινή, ο κ. Στεφανόπουλος χαρακτηρίζει την τελευταία αξιολόγηση του δείκτη DESI (Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας) 2018, που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες από την Κομισιόν, ως παραπλανητική σε ό,τι αφορά τις χρεώσεις, καθώς παρουσιάζει το κόστος ενός πακέτου μέσης χρήσης στα 48 ευρώ για την Ελλάδα, έναντι 24 ευρώ στην Ε.Ε.
Μάλιστα τονίζει ότι με βάση την επεξεργασία στοιχείων από τις εταιρίες που έχει κάνει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, την τελευταία επταετία (2010-2017) υπάρχουν μεγάλες μειώσεις των χρεώσεων φωνής και δεδομένων.
«Τα στοιχεία που δίνουμε πρώτη φορά σήμερα», λέει χαρακτηριστικά, «είναι ό,τι πιο ακριβές και πιο αξιόπιστο υπάρχει. Τα στοιχεία παρουσιάζουν ότι μόνον το 2017 οι πάροχοι κινητής μείωσαν τις χρεώσεις, κατά μέσον όρο, σχεδόν 7% στη φωνή και περίπου 38% στα δεδομένα. Οι μειώσεις αυτές δεν είναι μοναδικές. Έχουν μεσολαβήσει και άλλες τα προηγούμενα έτη. Συνολικά, η μέση χρέωση των υπηρεσιών φωνής στην κινητή τηλεφωνία έχει υποχωρήσει από το 2010 κατά 48% και των δεδομένων κατά 80%. Αυτό διακρίνεται και στο μέσο μηνιαίο έσοδο κινητής στην Ελλάδα, το οποίο μειώθηκε, π.χ., στη Vodafone από 14,7 ευρώ ανά μήνα και ανά συνδρομητή το 2012, σε 8,2 ευρώ το 2016. Σημειώθηκε, έτσι, μείωση του μέσου ποσού είσπραξης κατά 45%».
Κατά τον κ. Στεφανόπουλο, η αγορά κινητής τηλεφωνίας είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, παρά τη μεγάλη μείωση εσόδων που έχει υποστεί. «Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η μείωση των χρεώσεων γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία η βιομηχανία έχει υποστεί γενναία μείωση εσόδων, περίπου 43% κατά την τελευταία εξαετία», λέει και χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη μείωση ως τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στην Ε.Ε. Παρά τη μεγάλη κάμψη εσόδων, αναφέρει, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν και να επενδύουν και να μειώνουν τις χρεώσεις τους. «Υπογραμμίζω», σημειώνει, «ότι διανύουμε περίοδο υψηλών επενδύσεων που αφορούν είτε στη σύγκλιση σταθερής και κινητής είτε στον εκσυγχρονισμό των δικτύων και στην εισαγωγή νέων υπηρεσιών, π.χ. παροχής οπτικοακουστικού περιεχομένου. Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε», καταλήγει, «ότι την πενταετία 2016-2020 θα γίνουν πολύ μεγάλες επενδύσεις που αφορούν στον ψηφιακό μετασχηματισμό ολόκληρης της χώρας».
«Ο Ελληνας καταναλωτή πληρώνει φόρους που ανέρχονται σε 45 σεντ στο ευρώ» σημειώνει και προσθέτει: «Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά στην Ευρώπη, και η στρέβλωση αυτή δεν μεταφέρει στο πορτοφόλι των καταναλωτών το σύνολο των μειώσεων που πραγματοποιούν οι πάροχοι. Αν εξαιρέσουμε, επομένως, τη φορολογία, η Ελλάδα μεταφέρεται από τη θέση που εσείς αναφέρεστε, στις θέσεις 12 έως 16 μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Το δεύτερο στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό, και στο οποίο θα επανέλθουμε μέσω θεσμικού διαλόγου, είναι ο τρόπος που γίνεται η δειγματοληψία των χρεώσεων και τα πακέτα στα οποία αυτές αναφέρονται. Τα καλάθια υπηρεσιών, στα οποία βασίζεται η ΕΛΣΤΑΤ για να γίνει η σύγκριση των χρεώσεων, έχουμε την αίσθηση ότι είναι απαρχαιωμένα και ότι πλέον στους χρήστες προσφέρονται πολύ φθηνότερα πακέτα. Συνεπώς, πρέπει να τα ξαναδούμε. Το τρίτο στοιχείο που πρέπει να επανεξεταστεί είναι ότι οι συγκρίσεις που γίνονται αφορούν σε τιμές τιμοκαταλόγου, ενώ οι πραγματικές τιμές περιλαμβάνουν σημαντικές εκπτώσεις για διάφορους λόγους» τονίζει ο κ. Στεφανόπουλος.
Ο κ. Στεφανόπουλος τέλος αναφέρει ότι ι η Ελλάδα μαζί με την Ουγγαρία έχουν την υψηλότερη φορολογία, που πλησιάζει το 45% του τελικού λογαριασμού. Για τα ξεπερασμένα «καλάθια» υπηρεσιών που αξιοποιούνται στη σύγκριση, η ΕΕΚΤ έχει ζητήσει συνάντηση με τη διοίκηση της ΕΛΣΤΑΤ, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr