Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένο πως σήμερα ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη και ελεύθερη αγορά. Γεγονός που σημαίνει, ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα επί της ουσίας οποιαδήποτε κυβέρνηση – τουλάχιστον σε αυτό τον τομέα – πέραν της παραπομπής των επιχειρήσεων που ανεβάζουν και διατηρούν υψηλά τις τιμές στην επιτροπή ανταγωνισμού, για να ελεγχθεί αν ακολουθούν εναρμονισμένες πρακτικές. (Διότι αν δεν ακολουθούνται τέτοιες πρακτικές, ο μόνος που μπορεί να παρέμβει είναι ο ίδιος ο καταναλωτής, δια της αγοραστικής συμπεριφοράς του). Ενώ στις περιπτώσεις διαφορετικής τιμής για το ίδιο προϊόν από αυτή που πωλείται σε άλλη χώρα, οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να τεκμηριώνουν τη διαφορά στην τιμή με ειδικό φάκελο που υποβάλλουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, διαφορετικά προβλέπονται κυρώσεις από το νόμο.
Πάντως, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, το παιχνίδι των τιμών χάθηκε το 2002, όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της ευρωζώνης και μοιραζόταν πλέον το ίδιο νόμισμα με άλλες 15 ευρωπαϊκές χώρες. Η τότε κυβέρνηση, έχασε τον έλεγχο της αγοράς και των τιμών, επιδεικνύοντας αδυναμία να ελέγξει τις επιχειρήσεις, με συνέπεια την περίφημη στρογγυλοποίηση στις τιμές λιανικής των εγχώριων προϊόντων βασικής διατροφής, αλλά και ευρείας κατανάλωσης, η οποία ευθυνόταν για την εκτόξευση τους από 30% – 100%. Αλλά και οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν επέδειξαν αδυναμία, και έκαναν και τα στραβά μάτια στις πολλαπλές επόμενες αυξήσεις, που ανέρχονταν – σε ορισμένα εγχώρια είδη –μέχρι και 300%.
Για να φθάσουμε σήμερα να απορούμε, πως είναι δυνατόν οι τιμές των προϊόντων να είναι πιο ακριβές από ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και να ανακουφιζόμαστε, θεωρώντας τους εαυτούς μας τυχερούς, που ευτυχώς τα ελληνικά, οπωροκηπευτικά προϊόντα είναι «φθηνά», χαρακτηρίζοντας τους βιομηχάνους, τους επιχειρηματίες και τις πολυεθνικές, συλλήβδην κερδοσκόπους.
Μα είναι σοβαρή, αντικειμενική ενημέρωση αυτή; Οι κύριοι αυτοί πρέπει να αντιληφθούν, ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, έτσι γενικά και αδικαιολόγητα, δεν συνηθίζουν να ανεβάζουν τις τιμές των προϊόντων τους χωρίς να συντρέχουν σοβαροί λόγοι, χωρίς πρώτα να εξετάζουν αν οι συνθήκες της αγοράς το επιτρέπουν, αν η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών το αντέχει, αν οι τρέχουσες τιμές στη αγορά των πρώτων υλών – τους επιτρέπουν να διαχειριστούν το αυξημένο κόστος, χωρίς να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους ή όχι – βάσει της εταιρικής φιλοσοφίας και της τιμολογιακής τους πολιτικής.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε, ότι ενώ οι πολυεθνικές διατηρούν μια σωστή – ως επί το πλείστον – τιμολογιακή πολιτική, που φαίνεται από το γεγονός, ότι πολλά ξένα προϊόντα είναι αρκετά φθηνότερα από τα ελληνικά, αντίθετα, ορισμένες δικές μας, από αυτές που έχουν απομείνει, προσπαθούν να καλύψουν τα σπασμένα, με αδικαιολόγητες αυξήσεις κατά το δοκούν, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται όλοι συλλήβδην.
Κάποτε, τη δεκαετία του ’80, επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, το τότε αρμόδιο υπουργείο, είχε ξεκινήσει μια διαφημιστική καμπάνια, με την οποία παρότρυνε τους Έλληνες καταναλωτές να προτιμούν να αγοράζουν τα ελληνικά προϊόντα, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τις πωλήσεις των ελληνικών έναντι των εισαγόμενων προϊόντων. Ακόμα και τότε, αρκετά ξένα προϊόντα ήταν φθηνότερα των ελληνικών. Σήμερα, αυτό ούτε να το σκεφτεί δεν μπορεί η ελληνική κυβέρνηση. Με τη διαφορά, ότι τότε υπήρχαν ακόμα αμιγώς ελληνικές βιομηχανίες που τα παρήγαγαν.
Με την πάροδο του χρόνου ήρθαν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες αρχικά μπήκαν στην αγορά προσφέροντας εξειδικευμένες γνώσεις στην παραγωγή, στο μάρκετινγκ και στις πωλήσεις των προϊόντων. Αργότερα, αγόρασαν και στο μεγαλύτερο ποσοστό τις εγχώριες επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάζονταν, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν ελάχιστες ελληνικές, οι οποίες δεν μπορούν να τις ανταγωνιστούν.
Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα θετικά αποτελέσματα της εισόδου των πολυεθνικών στη χώρα μας. Διότι, πρώτον, με τα τεράστια κεφάλαια που διέθεταν, την εμπειρία και γνώση των διεθνών αγορών και τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στην έρευνα και ανάπτυξη, στην παραγωγή, στο μάρκετινγκ και στις πωλήσεις, συνέβαλλαν στην αναβάθμιση, όχι μόνο των προϊόντων και της αγοράς γενικότερα, αλλά και του επιπέδου μάνατζμεντ στην Ελλάδα. (Και για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλαιοί, όταν αναφέρομαι στο επίπεδο μάνατζμεντ των επιχειρήσεων τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, εννοώ, ότι πολλοί Έλληνες επιχειρηματίες, προσελάμβαναν απόστρατους αξιωματικούς για διευθυντές των επιχειρήσεων τους, προφανώς διότι νόμιζαν ότι η παραγωγικότητα και η απόδοση των εργαζομένων είναι θέμα πειθαρχίας). Και δεύτερον και πολύ πιο σημαντικό, δημιούργησαν επιπλέον χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Είναι μεγάλο λάθος να δακτυλοδείχνουμε και να καταδικάζουμε τις πολυεθνικές, γιατί δεν είναι όλες ίδιες. Ιδιαίτερα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τη σημαντική συνεισφορά τους στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, στην οικονομία, στην ποιότητα των προϊόντων, στην πρόοδο της ισότητας των φύλλων, στην αγορά εργασίας, στην εκπαίδευση και στο επίπεδο ζωής των σύγχρονων Ελλήνων. Επιπροσθέτως, ένα μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους οι περισσότερες το επενδύουν στην περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη, στον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων μονάδων παραγωγής για τη δημιουργία νέων προϊόντων, τα οποία θα είναι πιο φιλικά στο περιβάλλον και πιο ασφαλή για τους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα κάποιες επενδύουν σε νέες μονάδες παραγωγής, δημιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας. Βέβαια, αυτά συμβαίνουν όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι ευνοϊκές και όχι σε συνθήκες ύφεσης στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται.
Ας μην αγνοούμε επίσης, ότι τα προϊόντα που παράγουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, τα τοποθετούν στην αγορά μετά από μακροχρόνιες έρευνες ανάπτυξης, αγοράς και καταναλωτών, σχεδιασμού επικοινωνίας και προώθησης τους, οι οποίες έχουν κοστίσει τεράστια ποσά και χρόνια σκληρής δουλειάς για να καταξιωθούν στη συνείδηση των καταναλωτών. Αυτό σημαίνει, ότι πίσω από αυτές και τα επώνυμα προϊόντά τους κρύβονται εκατοντάδες χιλιάδες έμμεσες θέσεις εργασίας, που τις καλύπτουν Έλληνες εργαζόμενοι.
Μη ξεχνάμε ακόμα, τον σημαντικό κοινωνικό ρόλο που διαδραματίζουν στη χώρα μας – βέβαια, μαζί με αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Αναδεικνύοντας, το κοινωνικό τους πρόσωπο μέσω των προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, υποστηρίζουν, με ολοένα και μεγαλύτερα ποσά, πολιτιστικά, καλλιτεχνικά και αθλητικά γεγονότα, προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος και άλλες δράσεις που δεν μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν. Και τέλος, ότι χωρίς τα μεγάλα διαφημιστικά budget τους θα είχαν κλείσει προ πολλού μια σειρά από επιχειρήσεις: διαφημιστικές, παραγωγής, εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί και πολλές άλλες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτές, είναι σκληρές αλήθειες που όπως φαίνεται, σε κάποιους δεν αρέσουν. Αλλά, δεν παύουν όμως να είναι αλήθειες, οι οποίες δεν πρέπει να θυσιάζονται στο βωμό της τηλεθέασης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr