- «Εφαρμόσαμε περισσότερη δημιουργική λογιστική από τα 11 πρώτα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, για να πετύχουμε τα κριτήρια της σύγκλισης και να γίνουμε το 12ο μέλος το 2001».
Είναι κοινό μυστικό ότι σχεδόν όλες οι χώρες έκαναν χρήση μορφών δημιουργικής λογιστικής για να μπορέσουν να εμφανίσουν το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Η Γερμανία δεν συνυπολόγιζε σ’ αυτό τα ελλείμματα των νοσοκομείων και των κρατιδίων, η Γαλλία τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ το Βέλγιο δεν δίστασε να αξιοποιήσει τον χρυσό της κεντρικής της τράπεζας. Η Ελλάδα προσέθετε τις αμυντικές δαπάνες στο δημόσιο χρέος και σταδιακά στο έλλειμμα. Το πιθανότερο είναι ότι, αν τα κριτήρια της σύγκλισης εφαρμόζονταν ανελαστικά, μόνο η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο θα τα ικανοποιούσαν και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρώπης θα ήταν μία ένωση με δύο ιδρυτικά μέλη! Όσο για το πολυσυζητημένο swap με την Goldman Sachs, πραγματοποιήθηκε το 2001, όταν η απόφαση συμμετοχής μας στο κοινό νόμισμα είχε ήδη ληφθεί, τον Ιούνιο του προηγούμενου χρόνου, με βάση τα δημοσιονομικά μεγέθη του 1999. Πέραν του ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή επιτρεπόταν τότε από τη Eurostat, με αποτέλεσμα να έχει υιοθετηθεί σε παρόμοια μορφή και από άλλες χώρες που είχαν συσσωρεύσει υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία. Τη δίκαιη ένταξη μας στην ΟΝΕ ακολούθησε, βέβαια, η επιστροφή στη δημοσιονομική χαλάρωση, όπως καταδεικνύει η πρωτιά μας μεταξύ όλων των κρατών-μελών στις παραβιάσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης…
- «Χρεοκοπήσαμε λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004».
Σε καμία περίπτωση! Το κόστος των Αγώνων –ακόμα κι αν αψηφήσουμε τελείως τη μακροχρόνια ωφελιμότητα κάποιων επενδυτικών δαπανών– ωχριά μπροστά στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που ακολούθησε τις βουλευτικές εκλογές του 2007. Τη διετία 2008-2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περισσότερο από 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s, στοίχισαν 11,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών κατέβασε ακόμα περισσότερο τον πήχη, στα 9,2 δισεκατομμύρια ευρώ, υπογραμμίζοντας στη σχετική έρευνά του ότι τα 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους με τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών, καθώς και ότι, αν οι Αγώνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί ποτέ στην Ελλάδα, το ελληνικό ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% μικρότερο. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ευχής έργον να είχαμε άλλη μια επενδυτική ώθηση τέτοιου τύπου, ώστε να πάρουν μπροστά οι μηχανές της οικονομίας μας, που είναι σταματημένες. Σ’ αυτήν τη θεόσταλτη περίπτωση, βέβαια, θα ήταν ανεπίτρεπτο να αφήσουμε για δεύτερη φορά τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις να ρημάξουν, αντί να έχουμε συμφωνήσουμε εγκαίρως για τις μεταολυμπιακές τους χρήσεις, δρομολογώντας την άμεση ιδιωτικοποίησή τους με το τέλος των Αγώνων…
- «Είχαμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να “αναπτυσσόμαστε” όπως πριν από το 2008 και να αποφύγουμε πλήρως τη βαθιά ύφεση που ακολούθησε, αλλά δεν το κάναμε».
Φαίνεται πως κάποιοι δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι την άνοιξη του 2010 κανένας σε αυτόν τον πλανήτη δεν ήταν πλέον διατεθειμένος να χρηματοδοτεί τα υπέρογκα δίδυμα ελλείμματα της Ελλάδας, ώστε να συνεχίσει να διογκώνεται τεχνητά το ΑΕΠ της από την κατανάλωση ξένων προϊόντων και υπηρεσιών, για να απολαμβάνουν οι κάτοικοί της μια δανεική ευημερία. Η συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα μάς κατέστησε συστημικό κίνδυνο για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης και της διεθνούς οικονομίας. Και, για να μην τους πάρουμε στο λαιμό μας, οι ευρωπαίοι εταίροι και ο υπόλοιπος κόσμος, μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επί της ουσίας, υποχρεώθηκαν να μας χορηγήσουν ένα τεράστιο δάνειο, ώστε να έχουμε έναν, κάποιον χρόνο να μειώσουμε σταδιακά τα ελλείμματά μας. Αν μας άφηναν στην τύχη μας –όπως σίγουρα θα έκαναν αν ήμασταν εκτός ευρώ–, θα έπρεπε να τα κόψουμε “μαχαίρι”. Και τότε θα καταλαβαίναμε τι ακριβώς σημαίνει ανθρωπιστική κρίση… Με άλλα λόγια, η ένταξή μας στην ΟΝΕ το 2001 ήταν εκείνη που μας προστάτευσε από την άτακτη χρεοκοπία το 2010, αφού στο μεσοδιάστημα είχε προκαλέσει τη μετάσταση του ελληνικού δημοσιονομικού προβλήματος, που επωαζόταν στο εσωτερικό, στον οικονομικό οργανισμό της Ευρώπης. Επομένως, δεν είναι να απορεί κανείς που στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων βλαστημούν την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκαν τη συμμετοχή μας στο φιλόδοξο εγχείρημα της οικονομικής ενοποίησης…
Όσο για το προτεινόμενο «άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής», έγινε σαφές και σε όσους το πρότειναν ότι η εφαρμογή του προϋπέθετε περισσότερα χρήματα ή περισσότερο χρόνο ή και τα δύο, με δεδομένη την υποχρέωσή μας να μετατρέψουμε το συντομότερο ένα πρωτογενές έλλειμμα μεγαλύτερο του 10% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα, για να μη δημιουργούμε νέο χρέος. Κανένας, όμως, από τους πιστωτές δεν δεχόταν να συμφωνήσει στο «περισσότερο». Αυτός είναι και ο λόγος που αρχικά τέθηκαν υπερβολικά φιλόδοξοι στόχοι για την επιστροφή μας στην ανάπτυξη και στις αγορές, οι οποίοι ήταν αναπόφευκτο να μετατοπισθούν χρονικά στο μέλλον. Προφανώς, όσο μεγαλύτερο είναι ένα πρόβλημα, τόσο περισσότερη προσπάθεια και χρόνο χρειάζεται για να επιλυθεί. Οι αριθμοί της ελληνικής οικονομίας –κυρίως το τεράστιο χάσμα εισαγωγών και εξαγωγών, όπως αποτυπωνόταν στο θηριώδες έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών– έδειχναν ότι το δικό μας πρόβλημα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε η συσταλτική πολιτική –που από τη φύση της είναι υφεσιακή– είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί μια επιλογή μεταξύ εναλλακτικών για την Ελλάδα. Στο μόνο που συμφωνούν σήμερα οι περισσότεροι αναλυτές, είναι ότι η αναπόφευκτη ύφεση θα μπορούσε να ήταν ηπιότερη υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως το ότι δεν θα γίνονταν βουλευτικές εκλογές κάθε λίγο και λιγάκι, δεν θα διαφήμιζε την ύπαρξη ανύπαρκτων εναλλακτικών η εκάστοτε αντιπολίτευση, δεν θα επωμιζόταν εξ ολοκλήρου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής ο ιδιωτικός τομέας, δεν θα διστάζαμε να καταργήσουμε θέσεις εργασίας στο Δημόσιο από την αρχή του προγράμματος, δεν θα αγγιζόταν το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για να επιτευχθούν δημοσιονομικοί στόχοι και, κυρίως, δεν θα ήταν υπό αμφισβήτηση η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, παραλύοντας κάθε επενδυτική δραστηριότητα. Το ότι η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να εντάξει το αμετάκλητο της συμμετοχής μας από το πρώτο Μνημόνιο αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος, κρίνοντας από τη ζημιά που προκάλεσε εκ των υστέρων η σχετική παράλειψη…
- «Το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 φουσκώθηκε μεθοδευμένα από τον πρώτο πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, για να υποχρεωθούμε να υπογράψουμε το Μνημόνιο».
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν αγγίζει τα όρια του παραλογισμού, αλλά τον ξεπερνάει! Ο Ανδρέας Γεωργίου ανέλαβε επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής 91 ολόκληρες μέρες μετά την υπογραφή του Μνημονίου. Σε ό,τι αφορά το ακριβές μέγεθος του ελλείμματος του 2009, είναι μάλλον αστείο να αναζητούμε την αιτία της μνημονιακής περιπέτειας της χώρας σε μία αναθεώρηση μικρότερη από 2% του ΑΕΠ. Όπως και το να αποδίδουμε ευθύνες σε εκείνους που δεν δημιούργησαν το έλλειμμα, αλλά απλώς το μέτρησαν και οι μετρήσεις τους πιστοποιήθηκαν επανειλημμένα από τη Eurostat…
- «Από τη στιγμή που αποκλειστήκαμε από τις αγορές, πέσαμε στα δίχτυα της διεθνούς τοκογλυφίας».
Διακεκριμένος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών χαρακτήρισε ανάγλυφα την ευρέως διαδεδομένη αυτή πεποίθηση «αστικό μύθο». Το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται κατά μέσο όρο με λίγο παραπάνω από 2% από τους επίσημους πιστωτές. Αν, θεωρητικά, προσπαθούσε αυτήν τη στιγμή να απευθυνθεί στις αγορές για δεκαετή δανεισμό, θα ήταν αντιμέτωπο με ένα επιτόκιο 8% (περίπου τετραπλάσιο δηλαδή), έστω κι αν σχεδόν το 75% του χρέους του είναι εκτός διαπραγμάτευσης! Παρά όμως αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία, η νεοαυριανική προπαγάνδα περί «τοκογλύφων» συνεχίζεται ανερυθρίαστα, με πηχυαίους τίτλους…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr