Σε ό,τι αφορά την προδικτατορική του θητεία, μάλλον δεν υπάρχουν αμφισβητίες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να υπάρχουν, όταν η Ελλάδα στην οκταετία που αντιστοιχεί σ’ αυτήν (1956-63) –και παρά τη λήξη του Σχεδίου Μάρσαλ από το 1952– είχε έναν από τους τρεις υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο (πάνω από 6% σε μέση ετήσια βάση), με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να διπλασιαστεί;
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταπολιτευτική του θητεία, στην οποία κατηγορήθηκε μέχρι και για «σοσιαλμανία». Τι κι αν εκείνος άφησε την Ελλάδα το 1980 με ένα χρέος μικρότερο του 25% του ΑΕΠ και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 3% του ΑΕΠ, δηλαδή σύμφωνο με τις επιταγές της μεταγενέστερης Συνθήκης του Μάαστριχτ;
Τα ευρήματα που προκύπτουν από τη σύγκριση της εξαετίας 1975-1980 με την εξαετία 2004-2009, περιόδους που αντιστοιχούν στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον ανιψιό του, είναι εντυπωσιακά.
Όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στο γράφημα που δημιουργήσαμε αξιοποιώντας στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας κινήθηκε πέριξ του 3% του ΑΕΠ όλες τις χρονιές της εξαετίας 1975-1980 (υπερβαίνοντάς το ανεπαίσθητα μόνο το 1977 και το 1980). Αντιθέτως, ήταν υπερδιπλάσιο του συγκεκριμένου ορίου την εξαετία 2004-2009 (με εξαίρεση το 2006, που και τότε όμως ήταν οριακά κάτω από το 6% του ΑΕΠ). Μάλιστα, ξέφυγε εντελώς, σε διψήφια ποσοστά, τη διετία 2008-2009, με συνέπεια η Ελλάδα να αποκλειστεί από τις αγορές δανειακών κεφαλαίων την αμέσως επόμενη χρονιά.
Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, όπως μπορούμε να δούμε στο γράφημα με στοιχεία που αντλήσαμε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), καμία χρονιά της εξαετίας 1975-1980 δεν είχαμε ύφεση. Ακόμα και το 1980, τη χρονιά δηλαδή που ακολούθησε την πετρελαϊκή κρίση του 1979, είχαμε ανάπτυξη, έστω και ισχνή. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, χάρη στην επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα στα μέσα του 1974, η οικονομία της έκανε στροφή 180 μοιρών, από μία ύφεση 6,4% σε μια ακριβώς ισοποσοστιαία ανάπτυξη την αμέσως επόμενη χρονιά.
Την περίοδο 2004-2009, υπήρχαν μεν χρονιές ισχυρής ανάπτυξης, αλλά αυτές ήταν κυρίως το πρώτο μισό της εξαετίας (το 2004 και το 2006), καθώς το τέλος της σημαδεύτηκε από την ύφεση, οριακή το 2008 και βαθιά το 2009.
Είναι εύλογες, προφανώς, οι ενστάσεις που θα διατυπωθούν για το διεθνές περιβάλλον, το οποίο δεν είναι ίδιο από χρονιά σε χρονιά, πολλώ δε μάλλον μεταξύ δύο εξαετιών που απέχουν μεταξύ τους τρεις δεκαετίες. Υπό το πρίσμα αυτό, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αγνοηθεί τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο σε μια τέτοια σύγκριση. Εν προκειμένω, οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και 1979 στην πρώτη εξαετία ή η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 στη δεύτερη.
Προσπαθώντας να λάβουμε υπόψη αυτήν την πολύ ισχυρή παράμετρο, δημιουργήσαμε ξανά το γράφημα αφαιρώντας από τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τον μέσο αντίστοιχο των αναπτυγμένων οικονομιών (όπως αυτός προκύπτει από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ).
Η παρέμβαση αυτή φαίνεται να εξισορροπεί κάπως τη διαφορά στις αναπτυξιακές επιδόσεις μεταξύ των δύο περιόδων, δεδομένου ότι δείχνει πως η ελληνική οικονομία έτρεχε, έστω και οριακά, με μικρότερο ρυθμό από τις αναπτυγμένες το 1977, το 1979 και το 1980. Αλλά κυρίως διότι δείχνει ότι το «οριακά» περιγράφει και το 2008-2009, που οι ρυθμοί ήταν αρνητικοί.
Με την ίδια λογική, αφαιρέσαμε από το αποτέλεσμά μας στο δημοσιονομικό ισοζύγιο το μέσο αντίστοιχο αποτέλεσμα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως αυτό προκύπτει από τη βάση δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας), για να λάβουμε υπόψη τόσο τον τρόπο που ο οικονομικός κύκλος επηρέασε τα υπόλοιπα μέλη, όσο και τον βαθμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας τους.
Εδώ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, καθώς δείχνουν πως η Ελλάδα απέκλινε αισθητά από το μέσο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό αποτέλεσμα την περίοδο 2004-2009, με την απόκλιση να αυξάνεται γραμμικά από το 2005 έως το τέλος της εξαετίας, από 4 έως σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες. Τουναντίον, την περίοδο 1975-1980, η Ελλάδα δεν απέκλινε ποτέ περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μάλιστα, το 1975 και το 1979 είχε καλύτερα αποτελέσματα, έστω και οριακά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ενέταξε μόνο την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες και ισότιμο μέλος – μέγα επίτευγμα που δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν. Αλλά πήρε και την οικονομία της από τη βαθιά ύφεση του 1974 για να την οδηγήσει σε μια ανάπτυξη τόσο ισχυρή, που παρέμεινε ανάπτυξη έως το τέλος της θητείας του, το 1980, παρά την εμφάνιση μιας ακόμη πετρελαϊκής κρίσης την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Σε αντιδιαστολή, ο ανιψιός του παρέλαβε την ελληνική οικονομία ισχυρώς αναπτυσσόμενη το 2004 και την οδήγησε στην ύφεση ήδη από το 2008, με τη συνέχεια να αποδεικνύεται οδυνηρή…
Περισσότερο, είναι επιεικώς απαράδεκτες οι προσπάθειες που γίνονται εις το όνομα του Καραμανλή να δικαιολογηθεί εν γένει ο τοξικός κρατισμός που χρεοκόπησε τη χώρα. Όχι μόνο γιατί, πριν από την έλευση του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, το δημόσιο χρέος ήταν ανύπαρκτο ως πρόβλημα. Αλλά και γιατί το δημοσιονομικό έλλειμμα που ο Καραμανλής παρέδιδε το 1980 ήταν στα όρια της μεταγενέστερης Συνθήκης του Μάαστριχτ – παρά την πανθομολογούμενη τροχιά αποχώρησης από την εξουσία στην οποία βρισκόταν τόσο ο ίδιος, όσο και το κόμμα του…
Εν κατακλείδι, δεν αποτελεί λογοπαίγνιο αλλά σκληρή αλήθεια πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ο ανιψιός του αδρανώντας την άφησε να αποκλίνει αδικαιολόγητα από τη δημοσιονομική ευστάθεια που επιβάλλεται για τα μέλη της. Ιδιαιτέρως γι’ αυτά που έχουν υιοθετήσει το κοινό της νόμισμα…
Στέλιος Κοντέας
Master of Science in Economics, Athens University of Economics and Business
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr