Το δίπολο Αριστερά-Δεξιά δεν απώλεσε την προδικτατορική του ισχύ με την πτώση της δικτατορίας το 1974. Τουναντίον, όπως αποδείχτηκε, επέστρεψε δριμύτερο στην ιδεολογική κονίστρα, θέτοντας τις βάσεις για το δικομματικό σύστημα, στο οποίο το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κεντροαριστερά και η Νέα Δημοκρατία τον αντίστοιχο στην κεντροδεξιά. Χρονολογικά, το σημαντικότερο σημείο καμπής αποτέλεσε το 1981, όταν συνέπεσαν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η εθνική συμφιλίωση από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Για να ακολουθήσουν, όμως, η υπερχρέωση της χώρας από τον άφρονα δανεισμό, η πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και, διεθνώς, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εξελίξεις με καταλυτική σημασία στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογικής διαίρεσης, αυτήν τη φορά στο εσωτερικό έκαστου κόμματος.
Ειδικότερα, στον βασικότερο εκφραστή της κεντροαριστεράς ήρθαν σε σύγκρουση το λεγόμενο και «βαθύ» ή «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» με τους εκσυγχρονιστές. Τα ιστορικά στελέχη του βαθέος ΠΑΣΟΚ προέτασσαν λαϊκιστικά τη διατήρηση της εξουσίας μέσω της συνέχισης της ανορθολογικής πολιτικής των δανεικών. Αντιθέτως, οι εκσυγχρονιστές υποστήριζαν την προσαρμογή της χώρας στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης με την αναδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών δομών της χώρας στα πρότυπα των αναπτυγμένων κρατών της Δύσης. Κατ’ αναλογία, στον πάλαι ποτέ Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου συνυπήρξαν, όχι πάντοτε ανέφελα, δύο αντιτιθέμενες τάσεις: το αριστερό ρεύμα, που –με ελάχιστες διαφορές από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος– υποστήριζε τη συνέχιση του αγώνα για την πτώση του καπιταλισμού, και οι ανανεωτικοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν ότι ο αριστερός πολιτικός λόγος θα έπρεπε να ανανεωθεί με αξιόπιστες και εφαρμόσιμες προτάσεις στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, και της αδιαπραγμάτευτης συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Νέα Δημοκρατία, τέλος, έγιναν διακριτά δύο ιδεολογικά ρεύματα: η λαϊκή Δεξιά και οι φιλελεύθεροι. Η λαϊκή Δεξιά, με αφετηρία το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια (σ.σ.: το τρίπτυχο αυτό ταυτίζεται στην Πολιτική Επιστήμη με τον όρο «Δεξιά»), έθετε ως στόχο την εκλογική απήχηση του κόμματος στα μικροαστικά και αγροτικά στρώματα με έναν μάλλον ασαφή προγραμματικό λόγο για την οικονομία, που τον χαρακτήριζαν κυρίως παρωχημένες κρατικιστικές αντιλήψεις. Από την πλευρά τους, οι φιλελεύθεροι υπογράμμιζαν την ανάγκη να συρρικνωθεί ο αντιπαραγωγικός δημόσιος τομέας και να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς, η οποία θα απελευθέρωνε τις παραγωγικές δυνάμεις του Τόπου από τα δεσμά του κρατισμού.
Ως αποτέλεσμα, με ορόσημο το 1985, όταν ξεκίνησε η εφαρμογή του πρώτου σταθεροποιητικού προγράμματος της ελληνικής οικονομίας (το οποίο, δυστυχώς, εγκαταλείφθηκε πρόωρα με το αλήστου μνήμης «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!»), η οριζόντια διαίρεση των πολιτικών κομμάτων στον άξονα Αριστερά-Δεξιά άρχισε να χάνει τη σημασία της, αφού κατέστη ορατή διά γυμνού οφθαλμού μια κάθετη στο εσωτερικό τους με βάση τη ροπή ή όχι προς το λαϊκισμό.
Σε επίπεδο κυβερνήσεων, η φιλελεύθερη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) επιχείρησε πράγματι να αλλάξει άρδην την πολιτική ατζέντα και να επαναφέρει τη χώρα στην ευρωπαϊκή τροχιά της προόδου. Τα περισσότερα μέτρα όμως που προσπάθησε να εφαρμόσει, εφαρμόστηκαν με μεγαλύτερο κόστος από τις επόμενες κυβερνήσεις, καθώς εκείνη αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις από τις συντεχνίες, την αξιωματική, αλλά και την εσωκομματική αντιπολίτευση, με αποκορύφωμα την πρόωρη διακοπή της θητείας της το 1993. Οι εκσυγχρονιστικές του Κώστα Σημίτη (1996-2004) κατόρθωσαν, ευτυχώς, να εντάξουν εν τέλει την Ελλάδα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, τιθασεύοντας τα ελλείμματα και σταθεροποιώντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, μέσω της επίτευξης πρωτόγνωρων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Την ίδια περίοδο, ανανεωτικοί πολιτικοί από το όμορο κόμμα του Συνασπισμού (Νίκος Μπίστης, Μαρία Δαμανάκη, Μιχάλης Παπαγιαννάκης κ.ά.) αρνήθηκαν να συμπαραταχθούν με τον στείρο νεοκομμουνιστικό λόγο του επίσημου κόμματός τους, στηρίζοντας πολιτικές για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Επανερχόμενοι στη (μετα)μνημονιακή Ελλάδα του σήμερα, η διαφαινόμενη ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία –μετά και την απρόσμενη νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας– ίσως να είναι η τελευταία, χρυσή ευκαιρία να συναντηθούν επιτέλους στο κέντρο του πολιτικού φάσματος οι φιλελεύθερες, εκσυγχρονιστικές και ανανεωτικές δυνάμεις. Σε μια κυβέρνηση εθνικής… υπευθυνότητας που δεν θα διστάσει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις για μια επενδυτική άνθηση. Αναγορεύοντας, παράλληλα, τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα σε εθνικό στόχο…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr