Το 1999 ήταν που πρόεδροι των μικροεπενδυτών, αναγνωρισμένοι τραπεζίτες και δημοσιογράφοι που αυτοαναγορεύονταν σε οικονομικούς αναλυτές δήλωναν στα ΜΜΕ ότι η τότε κυβέρνηση θα πάει στις εθνικές εκλογές του 2000 με χρηματιστήριο στις 7.000 μονάδες. Ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, άσχετοι επί των χρηματοοικονομικών, παρασύρθηκαν και μπήκαν σαν “κοτόπουλα” μεταξύ των 5 και των 6 χιλιάδων μονάδων στο χρηματιστήριο, καταγράφοντας μεγάλες, μη ανακτήσιμες ως επί το πλείστον, οικονομικές ζημιές. Πράγματι, ένα πολύ μελανό σημείο σε μια οκταετία (1996 – 2004) η οποία έχει χαρακτηριστεί «χρυσή», λόγω των πρωτόγνωρων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, των μεγάλων έργων υποδομής και του αδιαμφισβήτητου επιτεύγματος της ένταξης της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Ο τότε υπουργός Οικονομικών απαντούσε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων ότι μετά την ένταξη στην ΟΝΕ δεν θα υπάρξει μια μεγάλη πτώση του γενικού δείκτη, όπως συνέβη σε άλλες χώρες. Δήλωνε, μάλιστα, ότι το κόμμα του χρηματιστηρίου θα ψηφίσει μαζικά το κόμμα του και ότι η προεκλογική νευρικότητα στην πορεία του γενικού δείκτη θα είχε ημερομηνία λήξης την 9η Απριλίου 2000, ημέρα διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών. Παρότι δεν προέκυψαν αποδείξεις προσπορισμού οικονομικών ωφελειών για πολιτικά πρόσωπα από την εν λόγω “φούσκα” –με τα χρήματα να καταλήγουν κυρίως σε ξένα κερδοσκοπικά ταμεία–, είναι βέβαιον ότι το τότε κυβερνών κόμμα προσπόρισε ψήφους, κυρίως στις ευρωεκλογές του 1999, μέσω μιας προεκλογικής διαφήμισης για τη μέχρι τότε άνοδο. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι και ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ερμήνευε τη φρενήρη άνοδο του γενικού δείκτη με την εκτίμηση ότι οι επενδυτές προεξοφλούν την επερχόμενη νίκη του κόμματός του…
Αποτιμώντας τα τότε γεγονότα με απόσταση χρόνου, δεν είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς στο ότι η πολιτική ευθύνη δεν σχετιζόταν με την πτώση του γενικού δείκτη που ακολούθησε, αλλά με την παταγώδη αποτυχία της τότε κυβέρνησης να αποτρέψει τους πολίτες από την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών τους μεταξύ των 5 και των 6 χιλιάδων, σε μια συμπεριφορά αγέλης. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο Γενικός Δείκτης ξαναέφτασε στις 5.334 μονάδες στα τέλη Οκτωβρίου του 2007 –λίγο πριν η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση χτυπήσει την πόρτα της Ελλάδας– κατέδειξε ότι η πολυσυζητημένη “φούσκα” συνίστατο στα υψηλότερα επίπεδα που καταγράφηκαν τότε (6.355 μονάδες στις 17 Σεπτεμβρίου 1999) και όχι στα χαμηλότερα των 5.000, που ήταν ως ένα βαθμό δικαιολογημένα και μακροπρόθεσμα ανακτήσιμα λόγω της πορείας –κυρίως– της διεθνούς και –δευτερευόντως– της ελληνικής οικονομίας.
Η φούσκα των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας των 2001 και η παγκόσμια κρίση που πυροδοτήθηκε το 2007 από τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ παρείχαν ένα ηθικό δίδαγμα για τους χρηματιστηριακούς αναλυτές: ότι ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου μιας μικρής χώρας –έστω και κατ’ ευφημισμόν αναπτυγμένης– ούτε μπορεί ούτε πρέπει να γίνονται προσπάθειες να επηρεαστεί από την εκάστοτε κυβέρνηση, αφού η πορεία του είναι λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, που εκείνη… αδυνατεί να επηρεάσει! Οι πολιτικές της, βέβαια, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας, τα οποία όμως μόνο μερικώς μπορούν να παίξουν ρόλο στην πορεία του γενικού δείκτη.
15 χρόνια περίπου μετά, χωρίς να χρειάζεται χρόνος για την αποτίμηση, είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η πολιτική ευθύνη για την απώλεια 20 δισεκατομμυρίων ευρώ που οι έλληνες φορολογούμενοι είχαν τοποθετήσει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα το καλοκαίρι του 2013. Κι αυτό γιατί η ανάγκη μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης, δύο μόλις χρόνια μετά την τελευταία, προέκυψε καθαρά από κυβερνητικές επιλογές. Οι πολύμηνες, άγονες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς ήταν εκείνες που οδήγησαν στην τραπεζική αργία, την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και το κλείσιμο του χρηματιστηρίου. Με τον κίνδυνο του GREXIT να επανέρχεται, το ελληνικό ΑΕΠ, που είχε καταγράψει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, βρέθηκε πάλι σε αρνητική τροχιά. Η προπαγάνδα περί σεισάχθειας κοκκίνισε ακόμη περισσότερο τα κόκκινα δάνεια. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών τραπεζών κατέρρευσε από τα 37,8 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο του 2014 σε 800 εκατομμύρια ευρώ στο τέλος Νοεμβρίου του 2015. Εν ολίγοις, μέσα σε λίγους μήνες εξανεμίστηκαν 37 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 20 άνηκαν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή σε όλους εμάς, τους έλληνες φορολογούμενους. Ισοδύναμα, χάθηκαν τα δυνητικά έσοδα από την επιβολή περίπου 8 ΕΝΦΙΑ!
Ο κίνδυνος εφαρμογής του “κουρέματος” καταθέσεων από την 1/1/2016 ουσιαστικά επέβαλε μια άρον-άρον ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Με το ευτελές ποσό των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, ξένοι οίκοι απέκτησαν τον απόλυτο μετοχικό έλεγχο των ελληνικών τραπεζών. Το ποσοστό του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας περιορίστηκε σε 26,5%. Οι νέοι ιδιοκτήτες αγόρασαν τις ελληνικές τράπεζες με τιμή 72% κάτω από το κλείσιμο του χρηματιστηρίου στις 18/11/2015 και 99% κάτω από τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Η μετοχή της Eurobank πουλήθηκε με 0,01 ευρώ, της Εθνικής Τράπεζας με 0,02 ευρώ, της Alpha Bank με 0,04 ευρώ και της Πειραιώς με 0,003 ευρώ, χωρίς κανείς αυτήν τη φορά να μιλήσει για… «ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας»!
Το 2015 θα μείνει έτσι στην ελληνική ιστορία –είτε το θέλουμε είτε όχι– για το τραπεζικό σκάνδαλο. Την κατακόρυφη πτώση των χρηματιστηριακών αξιών των ελληνικών τραπεζών, λόγω κυβερνητικών παλινωδιών για την επίτευξη ανέφικτων στόχων, και μια όπως-όπως ανακεφαλαιοποίηση, που αποδέχτηκε μια τεράστια ζημιά για τους έλληνες φορολογούμενους και αφελλήνισε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα...
Στέλιος Κοντέας
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr