Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και αναγκαία. Εκτός του ότι είναι αδίκημα, είναι και άδικη έναντι όλων των φορολογουμένων πολιτών, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν πληρώνοντας οι ίδιοι περισσότερους φόρους, τα χρήματα που λείπουν από το δημόσιο ταμείο, επειδή κάποια φοροδιέφυγαν. Και όπως δήλωσε ο Στουρνάρας φόρους πληρώνουν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι (προφανώς μιλώντας αφαιρετικά). Πάντως οι επισημάνσεις του για τη φοροδιαφυγή είναι σωστές, όπως σωστή είναι και η μέθοδος που προτείνει, μέσω της διασύνδεσης ταμειακών μηχανών με την εφορία και αναγνώριση των ηλεκτρονικών αποδείξεων, για εκπτώσεις από το εισόδημα. Παρά την αναγκαιότητα της, η σύλληψη της φοροδιαφυγής είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση διότι και τα δυο μέρη, στις συναλλαγές της φοροδιαφυγής, έχουν σημαντικό όφελος. Και αυτός που εισπράττει χωρίς να φορολογείται και αυτός που πληρώνει, διότι πληρώνει πολύ λιγότερα από όσα θα πλήρωνε αν χρεωνόταν και τον φόρο της συναλλαγής.
Όσον αφορά στην επέκταση των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλα τα ποσά, ακόμη και κάτω από το όριο των 500 ευρώ που υπάρχει σήμερα, είναι αμφίβολο αν θα το τηρούσαν οι συναλλασσόμενοι και φυσικά μάλλον απίθανο να γίνουν αντιληπτοί από την εφορία αν δεν το τηρήσουν. Διότι και σήμερα που υπάρχει το όριο των 500 ευρώ, πάρα πολλές συναλλαγές γίνονται αφορολόγητες με μετρητά. Εάν έχει πχ κάποιος να πληρώσει μερικά χιλιάρικα για την ανακαίνιση ενός διαμερίσματος, σίγουρα θα θέλει να αποφύγει να πληρώσει 25% ΦΠΑ επιπλέον για να είναι νόμιμη η συναλλαγή. Προτιμά να πληρώσει δηλαδή 3 χιλιάδες μαύρα, παρά 4 μαζί με τους φόρους και είναι λογικό αυτό, διότι ως γνωστόν τα χιλιάρικα δε φυτρώνουν στα δέντρα. Η υπόθεση λοιπόν της φοροδιαφυγής, η σύλληψη της οποίας ήταν πάντα μια πολιτική εξαγγελία, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη διότι είναι αφενός αντίθετη στα συμφέροντα των συναλλασσομένων, (όταν υπάρχει έκπτωση του φόρου από το κόστος) και αφετέρου είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Όσον αφορά την παραίνεση του Διοικητή προς την κυβέρνηση να μη μειώσει τους φόρους, ελέγχεται ως προς την ορθότητα της. Για πολλούς λόγους. Ξεκινώντας από τους μισθωτούς που πράγματι πληρώνουν φόρους, καλό είναι να μειωθεί η φορολογική τους επιβάρυνση διότι δυστυχώς βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο διαθεσίμου εισοδήματος μέσα στην ΕΕ. Οι μισθοί, παρά τις αυξήσεις, παραμένουν πολύ χαμηλοί συγκρινόμενοι με τους ευρωπαικούς. Τα ίδια ισχύουν και για τις συντάξεις.
Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, εφόσον θέλουμε να έχουμε ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων και οικονομική ανάπτυξη, είναι ένα πολύ υγιές μέτρο. Όσο λιγότερα παίρνει από τα παραγόμενα κέρδη ο άπληστος συνεταίρος όλων των επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, δηλαδή το κράτος, τόσο καλύτερα θα πηγαίνουν οι επιχειρήσεις, τόσο πιθανότερο είναι να επενδύσουν και άλλα χρήματα από τα κέρδη τους για να αυξήσουν την παραγωγή τους και αυτό αυξάνει τις θέσεις εργασίας, το εισόδημα και το ΑΕΠ και τελικά τα φορολογικά έσοδα, αφού οι χαμηλότεροι συντελεστές επιβάλλονται σε μεγαλύτερο ΑΕΠ.
Παράλληλα, η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις περιορίζει σημαντικά τη διάθεση για φοροδιαφυγή, ειδικά αν οι ποινές για τη φοροδιαφυγή αυστηροποιούνται. Αν ο φόρος είναι μικρότερος και τα πρόστιμα μεγαλύτερα, περισσότεροι επιχειρηματίες θα προτιμούν να τον πληρώνουν και η φοροδιαφυγή θα περιορίζεται.
Σημειωτέον δε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκης έχει ήδη προαναγγείλει άμεσα μειώσεις φόρων μετά τις εκλογές. Και αν τελικά εκλεγεί και τους μειώσει, θα έχουμε μια ειλικρινή ένδειξη ότι η κυβέρνηση πράγματι θέλει να ευνοήσει την επιχειρηματικότητα και δεν το εξήγγειλε μόνο για να εισπράξει εκλογικά οφέλη.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι ένας από τους λόγους που δεν συνεργάζεται ο Έλληνας επιχειρηματίας, ή ελεύθερος επαγγελματίας, με τις φορολογικές και άλλες αρχές, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης η οποία αν εξαγγέλλονται μειώσεις φόρων και υλοποιούνται, τελικά αυξάνεται.
Και ενώ οι φορολογικοί συντελεστές με τους οποίους επιβαρύνονται μισθωτοί και επιχειρήσεις πρέπει να μειωθούν διότι αποκαθίστανται αδικίες και ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα, από την άλλη μεριά η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων, δεν είναι λανθασμένη. Τα μερίσματα καταλήγουν ως εισόδημα στην τσέπη των μετόχων και ανάλογα με το πόσο πολλά είναι, θα έπρεπε να έχουν και αναλογική φορολογική επιβάρυνση. Ορθώς το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι θα έπρεπε ο συντελεστής φορολογίας μερισμάτων να είναι χαμηλός, στο 5% που είναι σήμερα για μερίσματα μέχρι 50.000 ευρώ και να αυξάνεται σε 10% και 15% για μερίσματα πάνω από 50 και πάνω από 100 χιλιάδες αντίστοιχα (τα ποσά των ορίων μπορεί να αλλάξουν). Και δεν είναι αυτό μόνο θέμα ισοτιμίας της φορολόγησης των εισοδημάτων ανεξαρτήτως πηγών, αλλά θα μπορούσε να είναι και ένα αναπτυξιακό μέτρο, αν συνοδευόταν από τη δημιουργία αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις.
Υπό τις συνθήκες που επικρατούν πάντως στην οικονομία σήμερα, οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για μείωση της φορολογίας σε όλους, πρέπει να υλοποιηθούν στο βαθμό που κρίνει ότι δεν επηρεάζεται αρνητικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και η ανάπτυξη πρέπει να αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα της ελληνικής οικονομίας. Εάν αυτές οι εξαγγελίες συνοδευτούν και από μέτρα περιορισμού του μη μισθολογικού κόστους, (ασφαλιστικές εισφορές, χαρτόσημα, προμήθειες τραπεζών κλπ) αλλά και από κίνητρα για επενδύσεις όπως η δημιουργία αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις, το όφελος για την οικονομία θα είναι μεγάλο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr