Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία είναι η διάρκεια και η ένταση της ενεργειακής κρίσης, η εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ευρώπη αλλά και φυσικά εσωτερικά στην Ελλάδα, οι αποφάσεις της Ευρωπαικής Ένωσης για το Σύμφωνο Σταθερότητας, η πορεία της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων, η πορεία των διεθνών χρηματιστηρίων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Όλα αυτά, ελάχιστα μπορούμε να τα επηρεάσουμε αλλά έχουμε περιθώρια βελτίωσης της διατήρησης που κάνουμε.
Η ενεργειακή κρίση μας επηρεάζει πάρα πολύ άσχημα, πολύ βαρύτερα από άλλες χώρες και η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ως τώρα να πετύχει ευνοική συμφωνία με τη Ρωσία για να αγοράζουμε φθηνότερα το φυσικό αέριο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η κρίση θα επιλυθεί διεθνώς και αυτό θα ανακουφίσει και την ελληνική οικονομία. Όμως οι διαπραγματεύσεις που έκανε η ΔΕΠΑ πριν την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στον Πούτιν και συνακόλουθα και οι συναντήσεις Μητσοτάκη Πούτιν δεν απέδωσαν. Αν η ενεργειακή κρίση συνεχιστεί και ενταθεί θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Ο πληθωρισμός ανεβαίνει και στην Ευρώπή και εδώ όμως πολλοί είναι αυτοί διεθνώς που θεωρούν ότι είναι ένα προσωρινό και περιορισμένης επίπτωσης φαινόμενο. Στην Ελλάδα οι τιμές των προιόντων και των υπηρεσιών ανεβαίνουν (επηρεαζόμενες και από το κόστος της ενέργειας που είναι υψηλό αλλά και από τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών) αλλά οι μισθοί είναι καθηλωμένοι και τα νοικοκυριά δυσκολεύονται. Οι ελληνικοί μισθοί πρέπει να ανέβουν και να καλύψουν την απώλεια του 12% που είχαν την τελευταία δεκαετία. Δυστυχώς εισοδηματικά η Ελλάδα αντί να συγκλίνει με την ΕΕ αποκλίνει, μένει πίσω. Αυτό έχει εκτός των άλλων και ένα επιπλέον αρνητικό αποτέλεσμα, ότι οι νέοι δεν θέλουν να εργαστούν σε μόνιμες δουλειές. Διαλέγουν εναλλακτικούς τρόπους εξεύρεσης εισοδημάτων, με περιστασιακές δουλειές αφού τους αποδίδουν τα ίδια χρήματα ή και περισσότερα από τους χαμηλούς μισθούς, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Όσον αφορά στην αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας η κυβέρνηση προβάλει τις ελληνικές απόψεις για γενναία χαλάρωση όσον αφορά στο χρέος και στα ελλείμματα προκειμένου να αποκτήσει περιθώρια παροχών προκειμένου να καλύψει αφενός τις ζημιές που προκαλούνται από την πανδημία και αφετέρου την υστέρηση των ελληνικών εισοδημάτων που ήταν το αποτέλεσμα της δεκαετούς κρίσης. Το Σύμφωνο θα χαλαρώσει αλλά το πόσο θα μας επηρεάσει θετικά αυτό θα φανεί τελικά στις λεπτομέρειες των αποφάσεων της ΕΕ.
Οι αγορές ομολόγων φέτος αναμένεται σχεδόν από όλους τους διεθνείς αναλυτές ότι θα μπούν σε μεγάλη κρίση. Δεν προβλέπεται αναγκαία το ίδιο και για τις χρηματιστηριακές αγορές, εκεί οι προβλέψεις είναι όπως πάντα ανάμικτες. Τα χρηματιστήρια θα ανέβουν εκτός κι αν πέσουν – όπως πάντα - αλλά μάλλον είναι περισσότεροι αυτοί που πιστεύουν ότι θα ανέβουν όταν τελειώσει η πανδημία.
Σε αυτή την περίπτωση, το διεθνές ενδιαφέρον για το ελληνικό χρηματιστήριο θα αυξηθεί προσφέροντας κέρδη στους ρισκαδόρους επενδυτές. Και αυτό όμως θα εξαρτηθεί από το αν οι διεθνείς οίκοι αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία και κερδίσουμε την πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» δηλαδή έναν χαρακτηρισμό ασφαλείας που επιτρέπει στα μεγάλα φαντ των αναπτυγμένων αγορών να επενδύουν στην ελληνική αγορά.
Πέραν των διεθνών παραγόντων που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία υπάρχουν και οι δικοί μας. Καταρχήν τα κόκκινα δάνεια βαραίνουν ακόμη την ελληνική οικονομία και αναμένεται ότι θα κλείσουν αρκετές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ορθοποδήσουν. Οι ισολογισμοί των περισσότερων επιχειρήσεων δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να τους δώσουν δάνεια και έτσι και οι τράπεζες δεν μπορούν να αναπτυχθούν αλλά προσπαθούν να βγάλουν κέρδη αυξάνοντας τις προμήθειες τους επιβαρρύνοντας περισσότερο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Χωρίς χρηματοδότηση βέβεια η ανάπτυξη είναι περιορισμένη, ελπίζουμε όμως να υπάρξει διέξοδος μέσω του αναπτυξιακού ταμείου για τις εμγάλες επιχειρήσεις και του ΕΣΠΑ και του Αναπτυξιακού Νόμου για τις μικρομεσαίες.
Το σημαντικότερο έργο που έχει γίνει είναι η ψηφιοποίηση του δημοσίου από τον Πιερρακάκη και τα οφέλη του για επιχειρήσεις και ιδιώτες είναι σημαντικά και θα συνεχίσουν να φαίνονται για καιρό. Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει σε άλλες μεγάλες μεταρρυθμίσεις και κάποιες πληροφορίες λένε ότι όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, τόσο μειώνεται η διάθεση της. Οι πολιτικοί αναλυτές – που προβλέπουν πάντα εκλογές – τις τοποθετούν εντός του 2022 παρά το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης υποστηρίζει με σθένος ότι θα γίνουν στην ώρα τους, δηλαδή το 2023. Το πότε θα γίνουν έχει μια σημασία, αλλά μεγαλύτερη πολιτική σημασία πλέον έχει το πώς θα πολιτευθεί ο Ανδρουλάκης και αν θα αποκτήσει κάποια στιγμή το ΚΙΝΑΛ κυβερνητική προοπτική. Και αυτό έχει σημασία διότι με τον τρόπο που πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ με την κάθετη άρνηση σε οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση, δεν μπορεί μελλοντικά να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Και είναι βέβαιον ότι σύντομα, είτε με την απλή αναλογική είτε με τη νέα «ελαφρώς ενισχυμένη», η χώρα θα χρειάζεται συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων για να κυβερνηθεί. Και λόγω αυτής της ανάγκης τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να βρούν πεδία συναίνεσης.
Τελικά λοιπόν η πορεία της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα είναι μάλλον καλή φέτος και το μεγάλο ζητούμενο θα παραμένει πάντα η πολιτική σταθερότητα που συνδέεται όμως από εδώ και πέρα με τις κομματικές συναινέσεις και όχι με τους «χαρισματικούς» ηγέτες όπως παλιότερα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr