Αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής πέσει στην ανάπτυξη, οι οικονομίες μπορούν να απορροφήσουν εύκολα όλες τις στηρίξεις που δίνονται για την πανδημία και να ξεφύγουν από το έλλειμμα και το χρέος.
Οι αλλαγές της διεθνούς οικονομικής πολιτικής αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της κρίσης που έφερε η πανδημία και στην διευκόλυνση επιχειρήσεων και νοικοκυριών προκειμένου να αποφευχθούν οι πτωχεύσεις, η ανεργία και η φτώχεια.
Οι οικονομίες και οι κοινωνίες ζορίστηκαν αλλά άντεξαν. Είναι εντυπωσιακό ότι η αποταμίευση στην Ελλάδα εν μέσω πανδημίας αυξήθηκε κατά 10 δισ ευρώ περίπου και οι καταθέσεις ανέρχονται σε 126 δισ από 117 δισ που ήταν πριν την πανδημία. Αυτό οφείλεται ασφαλώς και στον περιορισμό των εξόδων όλων των νοικοκυριών λόγω του εγκλεισμού.
Το άνοιγμα της οικονομίας αναμένεται να φέρει εκτίναξη της κατανάλωσης και να προκαλέσει ταχεία αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Στην Ελλάδα η αύξηση της κατανάλωσης είναι βέβαιη - όπως και σε όλες τις άλλες χώρες - αυτό που δεν είναι βέβαιο είναι η αύξηση των επενδύσεων. Χωρίς αυτήν, η βέβαιη αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών και του εμπορικού ελλείμματος, δηλαδή θα φεύγει το χρήμα από τη χώρα.
Οι επενδύσεις λοιπόν είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Το πιθανότερο είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πραγματοποιηθούν και ο βαθμός επιτυχίας τους θα εξαρτηθεί από τις δυνατότητες της κυβέρνησης να τις υλοποιήσει.
Όσον αφορά στις ιδιωτικές επενδύσεις, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Για να υποστηριχθούν με δάνεια και επιδοτήσεις οι ιδιωτικές επενδύσεις πρέπει να ενταχθούν στην “πράσινη” ανάπτυξη δηλαδή σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής (εκπαίδευση εργαζόμενων κυρίως), σε ψηφιοποίηση επιχειρήσεων και υπηρεσιών και σε έρευνα και καινοτομία στην οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σημαντικά.
Πέραν αυτών το υπόβαθρο για οποιαδήποτε επένδυση πρέπει πολύ γρήγορα να αλλάξει. Το κράτος ήταν πάντα ένας πολύ απαιτητικός και άπληστος συνέταιρος για τις επιχειρήσεις. Ουσιαστικά απορροφά τεράστιο μέρος του τζίρου των επιχειρήσεων, μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που επιβαρύνουν τη λειτουργία της επιχείρησης πριν ακόμη φτάσει στο κέρδος και στους φόρους εισοδήματος.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών. Θέλει επίσης να δώσει κίνητρα για επιταχυνόμενες αποσβέσεις επενδύσεων που αυξάνουν την ρευστότητα και την κερδοφορία. Πρέπει να τα κάνει όλα αυτά άμεσα και ακόμη περισσότερα. Αυτό όμως θα δημιουργήσει πρόβλημα εσόδων στο κράτος και ο μόνος τρόπος να λυθεί αυτό το πρόβλημα είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Στο παρελθόν όταν ακούγαμε για μείωση της φοροδιαφυγής γελάγαμε. Ποτέ καμία κυβέρνηση δεν πέτυχε τίποτα σε αυτόν τον τομέα. Τώρα η τεχνολογία το επιτρέπει. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει διαπιστώσει ότι για κάθε 1% που αυξάνεται η πληρωμή με ηλεκτρονικά μέσα συναλλαγών έχουμε 1% αύξηση του ΦΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι με τις ηλεκτρονικές πληρωμές η φοροδιαφυγή εξαλείφεται. Η υποχρεωτική λοιπόν συναλλαγή με κάρτες ή ηλεκτρονικές πληρωμές παντού είναι η λύση για τη μείωση της φοροδιαφυγής που θα αντισταθμίσει τις μειώσεις φόρων και εισφορών.
Ο συνδυασμός μείωσης φοροδιαφυγής λόγω ηλεκτρονικών συναλλαγών, τα δάνεια και οι επιδοτήσεις για επενδύσεις και η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών μπορεί να δημιουργήσει για πρώτη φορά ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον. Η κυβέρνηση αυτό επιθυμεί, το ζήτημα είναι να επιταχύνει τις αποφάσεις της και να κινηθεί με θάρρος.
Το θάρρος - αρετή η οποία σπανίζει γενικώς - ενισχύεται από την αλλαγή των διεθνών αντιλήψεων περί υγειούς οικονομίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την πίεση των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, χαλάρωσε τις απαιτήσεις της. Πριν την πανδημία τα πλεονάσματα έπρεπε να είναι 3,50% του ΑΕΠ ετησίως. Τώρα η απαίτηση μειώνεται σε 1,5%. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το δημόσιο χρέος. Το χρέος έπρεπε να είναι χαμηλότερο από το 100% του ΑΕΠ και να τείνει στο 60%. Αυτό πλέον άλλαξε μετά από εισήγηση του Δ.Ν.Τ. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, ανεξαρτήτως του ύψους του.
Όλα αυτά σημαίνουν πως όταν τελειώσει η εποχή των στηρίξεων που ξεκίνησε με την πανδημία, δεν θα χρειαστεί να επιβληθεί ακραίο και άμεσο “μάζεμα” των κεφαλαίων που δίνονται τώρα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μπορούμε με το σωστό συνδυασμό κινήσεων να πετύχουμε γρήγορη ανάπτυξη που θα αποτρέψει μέτρα λιτότητας στο μέλλον. Και εδώ το Δ.Ν.Τ έχει κάνει μια επίσης πρωτοφανή αλλαγή στην πολιτική του. Η οδηγία του προς τις κυβερνήσεις είναι να μην εγκαταλείψουν τις πολιτικές στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών πριν αρχίσει η ανάπτυξη των οικονομιών. Έγινε επιτέλους αντιληπτό (διότι θεωρητικά ήταν πάντα σαφές) ότι τα μέτρα λιτότητας σε περιόδους ύφεσης προκαλούν βαθύτερη ύφεση και οι πολιτικές αυτές εγκαταλείπονται (οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους βεβαίως δεν θέλουν να το αποδεχτούν, αλλά θα αναγκαστούν).
Με λίγα λόγια η ελληνική κυβέρνηση έχει τις δυνατότητες να διορθώσει τώρα στρεβλώσεις δεκαετιών και να προκαλέσει ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από δώδεκα χρόνια βαθιάς κρίσης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr