Όμως όταν μια τράπεζα δανείζει κάποιον – ιδιώτη, επιχείρηση ή ακόμη και χώρα – παίρνει ασφαλώς ένα ρίσκο. Το ρίσκο του να μην μπορέσει ο δανειζόμενος να αποπληρώσει το χρέος του. Και αυτό το ρίσκο είναι που αποτιμάται σε όρους επιτοκίου και εξασφαλίσεων με υποθήκες. Αυτό το ρίσκο δικαιολογεί το υψηλό επιτόκιο που πληρώνουν οι δανειοδοτούμενοι στις τράπεζες και αυτό το ρίσκο είναι που δημιουργεί το κέρδος για τις τράπεζες. Αν τα δάνεια ήταν απολύτως ασφαλή, τότε οι τράπεζες δεν θα είχαν δικαίωμα να επιβάλουν επιτόκιο και δεν θα έβγαζαν κέρδος.
Στη συζ’ητηση λοιπόν για το χρέος, λείπει ο παράγοντας του ρίσκου που πήραν οι τράπεζες δανείζοντας τις αδύναμες οικονομικά χώρες της Ευρώπης, ή ακόμη και οι τοπικές τράπεζες δανείζοντας τους Έλληνες επιχειρηματίες και καταναλωτές.
Ένας ακόμη παράγοντας καθοριστικός για το ζήτημα του χρέους είναι οτι οι τραπεζίτες που ηγούνται των δανειοδοτήσεων και οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν και να αποφασίσουν για το αν θα δωθεί ένα δάνειο ή όχι, παίρνουν μπόνους απο την αύξηση των δανείων που δίνουν. Οι τραπεζίτες δηλαδή θα πάρουν μπόνους αν δώσουν δάνειο, δεν θα πάρουν αν δεν δώσουν. Εκτός των κερδών της τράπεζας λοιπόν, τα δάνεια παράγουν και τα μπόνους των τραπεζιτών. Το γεγονός οτι το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα αναπτύχθηκε τόσο πολύ- παράλογα σε μερικές περιπτώσεις – και οτι οι τραπεζουπάλληλοι ανέβηκαν στην κορυφή της κοινωνικής και οικονομικής ιεραρχίας – μέχρι που άλλαξαν και τίτλο και ονομάζονται τραπεζίτες αντί για τραπεζουπάλληλοι- οφείλεται ακριβώς στην μαζική χορήγηση δανείων, πάρα πολλά εκ των οποίων ήταν αδικαιολόγητα.
Τι γίνεται λοιπόν όταν μια χώρα , μια επιχείρηση ή ένας ιδιώτης δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους; Οι τράπεζες είτε τους οδηγούν σε πτώχευση άμεσα και γράφουν ζημιές στο χαρτοφυλάκιο των δανείων τους, είτε επιβάλλουν κάποιους όρους στη λειτουργία της επιχείρησης και της χώρας ώστε να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα τους και να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Παράλληλα όμως με τους όρους φτιάχνουν και ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του δανείου ώστε να είναι εφικτή η αποπληρωμή του. Αρχικά επιμηκύνουν τη διάρκεια αποπληρωμής και μειώνουν το επιτόκιο ώστε να μπορεί η επιχείρηση ή η χώρα να πληρώσει τη δόση του δανείου, παράλληλα τους δίνουν νέο δάνειο με ευνοικούς όρους ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία της επιχείρησης ή της χώρας και στη συνέχεια αν όλα αυτά δεν φτάσουν «χαρίζουν» και ένα μέρος του δανείου ώστε να ξεμπερδεύουν χωρίς να γράψουν μεγάλες ζημιές.
Αυτό θα έπρεπε να γίνεται κανονικά – όχι τώρα όμως. Τώρα, στη διαμάχη του με τις υπερχρεωμένες χώρες, το παγκόμσιο τραπεζικό σύστημα έχει βρεί έναν σύμμαχο πολύ ισχυρό, έναν σύμμαχο που κανονικά έπρεπε να βρίσκεται στο απέναντι στρατόπεδο, δηλαδή στην πλευρά των λαών. Τους πολιτικούς ηγέτες. Οι Πρόεδροι και οι Πρωθυπουργοί της Ευρώπης θα έπρεπε θεωρητικά να πιέζουν το τραπεζικό σύστημα ώστε να ρυθμίσει ευνοικά τα χρέη των αδύναμων χωρών. Αντ ‘ αυτού, πιέζουν τις χώρες να ξεπληρώσουν τα δάνεια τους χωρίς καμία διευκόλυνση, ακόμη και αν χρειαστεί να πτωχεύσουν οι λαοί. Το ζητούμενο απο τους διεθνείς τραπεζίτες είναι να συνεχίσουν να βγάζουν απο τη μύγα ξύγκι με τα δάνεια των χωρών, να μην χάσουν ούτε ένα ευρώ, αν τα καταφέρουν να πάρουν και κάτι παραπάνω σε περιουσία και δεν τους ενδιαφέρει καθόλου ούτε το μέλλον της χώρας, ούτε η κατάσταση των πολιτών της.
Έχουμε λοιπόν το παράδοξο οι τραπεζίτες να δανείζουν αφειδώς και χωρίς έλεγχο αδύναμες οικονομίες ώστε να πάρουν τα μπόνους τους και στη συνέχεια όταν οι χώρες αδυνατούν να ξεπληρώσουν, να προσποιούνται οτι δεν γνώριζαν τα αληθινά στοιχεία και να πιέζουν τις χώρες να αποπληρώσουν με οποιοδήποτε κόστος, έχοντας με το μέρος τους και τους ηγέτες των χωρών, οι οποίοι αντί να διαπραγματεύονται για λογαριασμό και προς όφελος των πολιτών τους, να εκπροσωπούν τους τραπεζίτες επιβάλλοντας στις χώρες θανάσιμα προγράμματα λιτότητας.
Το όλο ζήτημα της κρίσης του ευρωπαικού χρέους δεν θα είχε ποτέ προκύψει, αν οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν παίξει σωστά το ρόλο τους, αν είχαν αποφασίσει να διαπραγματευτούν με το τραπεζικό σύστημα για λογαριασμό των υπερχρεωμένων χωρών παράλληλα με την εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας (τύπου μνημονίου) όπου χρειάζεται. Αλλά παράλληλα με την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων θα έπρεπε να έχουν διασφαλίσει βελτίωση των όρων δανεισμού ώστε η αποπληρωμή των δανείων να είναι εφικτή χωρίς την καταστροφή των πολιτών. Και αυτό δεν το έπραξαν και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να το πράξουν. Τελικά βεβαίως αυτό θα γίνει εφόσον οι χώρες δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν με τους τρέχοντες όρους που θέτουν το ΔΝΤ, οι ευρωπαικές κυβερνήσεις και οι τράπεζες. Όμως μέχρι να γίνει αυτό, οι οικονομίες των αδύναμων χωρών θα έχουν διαλυθεί και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο διεθνές πολιτικό σύστημα θα έχει κλωνιστεί ανεπανόρθωτα.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε σήμερα είναι να διαπραγματευτούμε με τους δανειστές και τους εκπροσώπους τους (τρόικα και ευρωπαικές ηγεσίες) την επιμήκυνση του ελληνικού χρέους και τη μείωση του επιτοκίου του, ώστε να μένουν λίγα ευρώ για ανάπτυξη μέσα στη χώρα αντί να οδηγούμεθα σε εσωτερική πτώχευση για να πληρώσουμε τους πιστωτές μας. Διότι έτσι όπως πάμε σήμερα, ούτε εμείς θα επιβιώσουμε ούτε αυτοί τελικά θα πληρωθούν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr