Είτε οι τράπεζες κρατικοποιηθούν είτε όχι, το Μνημόνιο επιβάλλει τον διορισμό επιτρόπων, υπό την μορφή διεθνών ελεγκτικών ή συμβουλευτικών εταιριών, που θα επιφορτισθούν in situ με το έργο της επίβλεψης όσον αφορά την υλοποίηση των προγραμμάτων εξυγίανσης των τραπεζών με εφαρμογή των αρχών της χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης, και την διασφάλιση της χρήσης αποκλειστικά και μόνο ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στις επιχειρηματικές αποφάσεις των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται η παρουσία των επιτρόπων ως παρατηρητών στην Εκτελεστική Επιτροπή και στις Επιτροπές Διαχείρισης Κινδύνων και Εσωτερικού Ελέγχου. Ταυτόχρονα, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος καλείται να διατυπώσει ένα πλαίσιο συνεννόησης με τις τράπεζες ώστε να διασφαλισθεί ότι οι τράπεζες θα λειτουργούν ως επιχειρήσεις χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις.
Είναι γεγονός ότι οι τράπεζες λαμβάνουν πάντοτε υπόψη την μακροχρόνια σχέση με την χειμαζόμενη από την ύφεση πελατεία και επιλέγουν να διευκολύνουν τους δανειολήπτες, εκεί όπου υπάρχουν προοπτικές ανάκαμψης, με ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις χρέους έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα της πελατείας.
Έτσι, οιαδήποτε παρεμβατική ανάμειξη στις πιστοδοτικές εργασίες των τραπεζών δημιουργεί συνθήκες διατάραξης της σχέσης με τον πελάτη, με επιζήμιο αποτέλεσμα και για τον πελάτη και την τράπεζα.
Αν και ο καθορισμός επιτρόπου είναι σύνηθες φαινόμενο που επιβάλλεται στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας για την μη νόθευση του ανταγωνισμού σε περιπτώσεις κρατικής στήριξης για την αναδιάρθρωση τραπεζικών ιδρυμάτων, το εύρος των καθηκόντων του επιτρόπου στην ελληνική περίπτωση είναι πρωτοφανές για χώρα-μέλος, όταν σε αντίστοιχες περιπτώσεις ισπανικών τραπεζών με τεράστια θέματα εταιρικής διακυβέρνησης στο παθητικό τους, το μόνο που απαιτείται είναι ο επίτροπος να έχει πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία και τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, λοιπόν, την αυστηρότητα των ρυθμίσεων αυτών, και ιδιαίτερα την αναγκαιότητα εφαρμογής τους σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων και δεν ενέδωσε στον εύκολο προσπορισμό κέρδους στα χρόνια των τοξικών ομολόγων, όπως συνέβη σε άλλες τράπεζες του εξωτερικού, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν ακριβώς ως αποτέλεσμα της άφρονος συμπεριφοράς τους.
Κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών που ανακεφαλαιοποιούνται όχι επειδή έχασαν τα κεφάλαια τους επενδύοντας, με σαθρούς κανόνες σε επισφαλή προϊόντα, αλλά επειδή έκαναν ακριβώς το αντίθετο, εμπιστεύθηκαν δηλαδή τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που, μέχρι πρόσφατα, ήταν κατά τεκμήριο μια ασφαλής επένδυση. Και, όμως, ο εποπτικός κλοιός στον οποίο υποβάλλονται οι ελληνικές τράπεζες είναι αντιστρόφως ανάλογος της υψηλής ποιότητας εταιρικής διακυβέρνησης που έχουν επιδείξει στο παρελθόν και που συνεχίζουν να επιδεικνύουν σε ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, σε σχέση με άλλες τράπεζες του εξωτερικού.
Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που όταν μιλούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αισθάνονται την ανάγκη να τονίσουν ότι δεν πρόκειται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζιτών, αναφέρει η Alpha.
Οι λεγόμενοι «τραπεζίτες» στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι χιλιάδες μικρομέτοχοι που έχασαν τις αποταμιεύσεις τους από πράξεις και παραλείψεις της κρατικής εξουσίας και όχι των διοικήσεων των τραπεζών.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απαξίωση των κεφαλαίων προέκυψε κατά κύριο λόγο από το «κούρεμα» κατά 70% του ελληνικού δημοσίου χρέους που είχαν στην κατοχή τους και από άλλες ανεξέλεγκτες κρατικές παρεμβάσεις.
Σημειώνεται ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών (μεταξύ των οποίων εγχώρια και ξένα ασφαλιστικά ταμεία αλλά και απλοί ιδιώτες) έχουν ήδη χάσει άνω του 90% της αξίας των κεφαλαίων που κατέβαλαν για την αγορά αυτών των μετοχών. Έχουν ήδη καταστραφεί και οι αποταμιεύσεις χιλιάδων μικροομολογιούχων με το PSI.
Οι «τραπεζίτες» μικρομέτοχοι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθούν να συμβάλουν και πάλι στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, εάν δεν καταστεί εφικτή η μερική ανάκτηση των αποταμιεύσεών τους.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτελέσει τιτάνιο έργο τα τελευταία χρόνια για να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν από την λαίλαπα της ύφεσης που είναι άμεσο αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να κάνει την διάκριση μεταξύ διακυβέρνησης και κυβέρνησης, αναφέρει η Alpha.
Υφιστάμεθα σήμερα τις συνέπειες της αδυναμίας της κρατικής εξουσίας να διαχειρισθεί την κρίση επιμένοντας στην αδιέξοδη πολιτική της περικοπής μισθών και συντάξεων, που είτε καθυστερεί είτε εμποδίζει την λήψη μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα, καθώς και συνεχούς υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογουμένων, έτσι ώστε να χρηματοδοτείται η σπατάλη πόρων στον δημόσιο τομέα και τα προνόμια (περιλαμβανομένης της φοροδιαφυγής) των συντεχνιών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Εν προκειμένω, είναι αδιανόητο οι τράπεζες να θεωρούνται τα υποζύγια των αδυναμιών του κράτους να λειτουργήσει με την δέουσα αποτελεσματικότητα. Οι τράπεζες επιβαρύνονται σήμερα με δραστηριότητες τεράστιου κόστους, με το κράτος να αναζητά από τις τράπεζες τεκμήρια για τον μαζικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των πελατών, απλώς και μόνο επειδή δεν λειτουργεί με ευνομία ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, αναφέρει η Alpha.
Αναμφισβήτητη συμβολή στην προσπάθεια της Ελλάδος για έξοδο από τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση της ιστορίας της, αποτελεί η απόφαση του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 για την συνέχιση της χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και για την ανάληψη πρωτοβουλιών για την σημαντική μείωση των πληρωμών τόκων και του ύψους του δημοσίου χρέους της χώρας μας, αναφέρει η Alpha.
Η απόφαση αυτή επιτεύχθηκε ως αποτέλεσμα των εξαιρετικά επώδυνων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει ήδη λάβει και εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση με αξιοσημείωτη επιτυχία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr