Του Δικηγόρου - Εργατολόγου, Δημήτρη Περπατάρη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Reporter Inside Information Magazine - Ιούλιος 2023
Σε συγκριτικές μελέτες και διαγράμματα η Ελλάδα δυστυχώς καλπάζει ασθμαίνουσα στις τελευταίες χώρες της ΕΕ αναφορικά με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι οι απαιτούμενες ημέρες για την επίλυση μιας διαφοράς στον πρώτο βαθμό είναι κατά μέσο όρο 637, ήτοι γύρω στη διετία, ενώ για την τελεσίδικη επίλυση αυτής, στον Άρειο Πάγο ή το ΣτΕ, είναι κατά μέσο όρο 1.627 ημέρες, ήτοι γύρω στα 4μιση χρόνια.
Οι λόγοι πίσω από αυτήν την καθυστέρηση είναι πολλοί και ουδεμία πανάκεια δεν υπάρχει. Ακούμε πολλούς που προτάσσουν ως πιθανή λύση την ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης. Μα ήδη λόγω κόβιντ μεγάλο μέρος καταθέσεων δικογράφων γίνονται ηλεκτρονικά, αντίγραφα δικαστικών αποφάσεων αποστέλλονται μέσω email, και μία σειρά από πιστοποιητικά εκδίδονται πλέον ηλεκτρονικά μέσω online πλατφόρμας. Αυτό που φαίνεται να λησμονούν οι “ευαγγελιστές” της ψηφιοποίησης είναι ότι πίσω από όλες τις υπηρεσίες που διεκπεραιώνονται ψηφιακά, υπάρχει ένας υπάλληλος που δουλεύει ακόμη και εκτός του ωραρίου του, προκειμένου να ανταποκριθεί στον ολοένα και αυξανόμενο όγκο εργασίας.
Και για να το πούμε απλά. Καλή είναι η ψηφιοποίηση αλλά η υποστελέχωση και η εν γένει υποχρηματοδότηση των δικαστηρίων είναι γνωστός βραχνάς των ίδιων των υπαλλήλων που πελαγώνουν και δεν προλαβαίνουν, όσο και κατ’ επέκταση των Δικηγόρων και των εντολέων τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο προϋπολογισμός για το Υπουργείο Δικαιοσύνης μειώθηκε σταδιακά κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα από τα 914.000.000 Ευρώ, στα οποία ανερχόταν το 2009, να ανέρχεται στα 622.000.000 Ευρώ το 2017 και στα 578.368.000 Ευρώ το 2022. Συνεπώς, όσο οι υπηρεσίες των δικαστηρίων, ακόμη και όσες εκτελούνται απομακρυσμένα, δεν διεκπεραιώνονται από κάποια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης τύπου ChatGPT, αλλά από ένα ελλιπές και χρόνια υποστελεχωμένο σώμα δικαστικών υπαλλήλων, επιτάχυνση δεν θα υπάρξει.
Μιλούν πολλοί για εξωδικαστική επίλυση διαφορών, με βασικές επιλογές τη Διαμεσολάβηση και τη Διαιτησία. Πράγματι κι εγώ ο ίδιος ως μάχιμος Δικηγόρος και Εργατολόγος, όταν υπάρχει περιθώριο εξεύρεσης της ευνοϊκότερης και δη ταχύτερης εξωδικαστικής λύσης, σαφέστατα και ενθαρρύνω τους εντολείς μου προς τον αυτόν τον δρόμο αν και εφόσον δεν συνθηκολογεί αναπόδραστα το έννομο συμφέρον τους. Με όλο το σεβασμό, ωστόσο, προς τους συναδέλφους Διαμεσολαβητές, πόσες πραγματικά φορές βρίσκεται εξωδικαστική λύση; Ιδίως, δε, μετά την εφαρμογή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης στην νέα Τακτική Διαδικασία, πόσες πραγματικά φορές επιτυγχάνεται ένας συμβιβασμός ώστε να αποφορτιστούν τα Δικαστήρια από μερικές υποθέσεις, και πόσες μία τυπική fasttrack υποχρεωτική διαμεσολάβηση συμβαίνει απλά για να τηρηθεί η προβλεπομένη προδικασία ως όρος του παραδεκτού;
Έχει στηλιτευθεί άλλωστε πόσο εγκληματικό ήταν, ιδίως σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης έμφυλης βίας, να θεσπιστεί με το άρθρο 11 του Ν. 3500/2006 η λεγόμενη «ποινική διαμεσολάβηση» για την αντιμετώπιση των αδικημάτων της ενδοοικογενειακής βίας. Λόγω της φύσης του αδικήματος, εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις δήθεν επιδιώκεται να επιλυθεί το ζήτημα σε ένα πλαίσιο συμβιβασμού, με άμεσο σκοπό την επανόρθωση των σχέσεων του θύτη με το θύμα, παρότι είναι γνωστό αφ’ ενός πόσο δύσκολο για ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας να μιλήσει, να καταγγείλει και να ακουστεί, αφ’ ετέρου να δραπετεύσει από τον φαύλο και τοξικό κύκλο της κακοποίησης. Άρα ούτε η εξωδικαστική επίλυση διαφορών συνιστά την λύση ή αντανακλά πάντοτε την καλύτερη δυνατή οδό προστασίας των εννόμων συμφερόντων του πολίτη.
Τέλος, όταν εξαντλούνται από παντού όλες οι φερόμενες και - όπως εκτέθηκε μάλλον επιφανειακές - προτάσεις επιτάχυνσης, έρχεται και η σειρά του δικαστικού σώματος να στοχοποιηθεί για την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης. Άμα θέσουμε, ωστόσο, το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, όταν μόνο το Πρωτοδικείο Αθηνών εκδικάζει περίπου 200.000 υποθέσεις το χρόνο (!), με 400 Δικαστές να εκδικάζουν πολιτικές και ποινικές υποθέσεις και 420 δικαστικούς υπάλληλους να υποστηρίζουν το ανωτέρω δικαστικό έργο, είναι ειλικρινά απορίας άξιο να υπολογίσει κανείς κατά μέσο όρο πόσες δικαστικές αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται και δημοσιεύονται κάθε ημέρα, προκειμένου να φτάσουμε ταχύτητες Λουξεμβούργου και Αυστρίας (sic.). Μεθοδολογικά άλλωστε, πέρα από την ποσοτική έρευνα υπάρχει και η ποιοτική έρευνα. Αυτονόητο είναι λοιπόν ότι μολονότι μόνον ευκταίο είναι να επιταχυνθεί ο ρυθμός απονομής της Δικαιοσύνης, ουδείς επιθυμεί αυτό να επιτευχθεί σε βάρος της ίδιας της Δικαιοσύνης.
Και εξηγούμαι: στον νέο Δικαστικό Κώδικα, οι δικαστές που λαμβάνουν αρνητική εισήγηση για την προαγωγή τους και εφόσον δεν διασφαλίσουν θετική κρίση από κάποια μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να παρουσιαστούν στο ανώτατο όργανο και να εκφράσουν την άποψή τους και τις αντιρρήσεις τους για το «κόψιμο». Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο φέρεται να έκοψε δεκάδες δικαστικούς λειτουργούς από την προαγωγή τους, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις όσων γνωρίζουν, το «κόψιμο» αφορούσε και πολλούς εξαιρετικά ικανούς, έμπειρους και δοκιμασμένους επί χρόνια δικαστές που χαίρουν εκτίμησης από το σύνολο των συναδέλφων τους. Βασικό κριτήριο ήταν η ταχύτητα απονομής Δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι σε ανακοίνωση της μειοψηφίας του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ζητήθηκε «να μη ληφθούν υπόψη μικρές καθυστερήσεις και συγκυριακές υπηρεσιακές υστερήσεις, σχετιζόμενες ιδίως με προβλήματα υγείας, οικογενειακά προβλήματα ή αυξημένη λόγω των συνθηκών χρέωση, που εύλογα μπορεί να αντιμετωπίσει ο καθένας μας στη διάρκεια του μακρού υπηρεσιακού του βίου».
Με άλλα λόγια, και λαμβάνοντας όλως ενδεικτικά τα αριθμητικά δεδομένα από την επίσημη ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αν ήθελε υποτεθεί ότι ένας Δικαστής που χρεώνεται κατά μέσο όρο 500 υποθέσεις ανά δικαστικό έτος, θα πρέπει να εκδίδει κατά μέσο 2 αποφάσεις την ημέρα, κάθε ημέρα του έτους, συμπεριλαμβανομένων σαββατοκύριακων, αργιών, και λοιπών εορτών, και δίχως να προσμετρούμε τα ακροατήρια και λοιπές υπηρεσίες του στο Δικαστήριο. Όπως όλοι γνωρίζουν, όμως, κάθε δικαστική υπόθεση απαιτεί μελέτη της δικογραφίας, των αντικρουόμενων ισχυρισμών, καθώς και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Πολλές, δε, δικογραφίες είναι ογκοδέστατες και απαιτούν ημέρες αν όχι εβδομάδες ή και μήνες μελέτης. Επιθυμούμε, λοιπόν, προκειμένου να επιταχύνουμε την απονομή της Δικαιοσύνης, σε ένα πλαίσιο απολύτως ασφυκτικό - αν όχι εκβιαστικό δυνάμει των τελευταίων τροποποιήσεων του νέου Δικαστικού Κώδικα - να εξωθούμε τους Δικαστές σε βεβιασμένες κινήσεις; Στην πλάστιγγα της Δικαιοσύνης, ιεραρχούμε ως υψηλότερο αγαθό την ταχύτητα από την ορθή απονομή αυτής; Προτιμούμε οι εντολείς μας και κατ’ επέκταση ο μέσος πολίτης να λαμβάνει μία δικαστική απόφαση όσο γρηγορότερα γίνεται, ακόμη και εάν είναι σε βάρος της εκτίμησης των ένδικων ισχυρισμών, της νομικής προβληματικής και των αποδεικτικών μέσων;
Και όλα αυτά, δίχως να λαμβάνουμε υπ’ όψιν την σώρευση υποθέσεων από την διετή σχεδόν αναστολή λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω πανδημίας, την καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων λόγω έλλειψης διοικητικού φακέλου, τις περιπτώσεις που απαιτείται η γνώμη ειδικού επιστήμονα - εμπειρογνώμονα με αποτέλεσμα την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων, τις μη νόμιμες κλητεύσεις που υποχρεώνουν σε επανάληψη συζήτησης, καθώς και την βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του διαδίκου.
Σε ένα Κράτος Δικαίου ένα ορθό σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, κρίνεται για την ταχύτητα του παρεμπιπτόντως, όχι όμως μεμονωμένα. Και έχει τεράστια σημασία και εμείς από το μετερίζι μας, ως Δικηγόροι συμπράττοντες Λειτουργοί της Δικαιοσύνης, αγωνιζόμενοι για την καλή λειτουργία της, να αναδεικνύουμε την πολυπλοκότητα του συστήματος αυτού. Εύκολες λύσεις όπως και εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, και θα πρέπει να είμαστε σκεπτικοί με όσες λύσεις ή μομφές προβάλλονται ως πανάκεια.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr