Της Αναστασίας Λιζάρδου, Architecture Master’s of Advanced Studies in Collective Housing Universidad Politécnica of Madrid (UPM) and Swiss Federal Institute of Technology ETH of Zurich, Διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός Πολυτεχνείου Κρήτης (T.U.C)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Reporter Magazine Τεύχος Ιουλίου 2022
Η συλλογική κατοίκηση ανήκει στην μαζική κατοίκηση όπως και η πολυκατοικία, αλλά υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο. Για να χαρακτηριστεί η μαζική κατοίκηση συλλογική, προϋποθέτει την συμμετοχή των ενοίκων στον σχεδιασμό και στην διαχείριση του κτηρίου, αλλά και την συμβίωση σε κοινόχρηστους χώρους, όπως κουζίνα, τραπεζαρία, πλυσταριό, χώρους αναψυχής ή οποιαδήποτε άλλη χρήση, η οποία ξεπερνά τα όρια της εισόδου και του κλιμακοστασίου.
Το κάθε νοικοκυριό διαθέτει ανεξάρτητο εισόδημα και ιδιωτική ζωή. Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι μπορούν να έχουν λόγο στο σχεδιασμό και μοιράζονται την διαχείριση των δραστηριοτήτων της κοινότητας και των κοινόχρηστων χώρων ενώ, επιμερίζονται τα έξοδα ή τα έσοδα που μπορεί να προκύπτουν από αυτούς. Επομένως, ως μαζική κατοίκηση ορίζεται η συνύπαρξη πολλών οικιστικών μονάδων σε έναν ενιαίο κτιριακό όγκο ενώ η συλλογική κατοίκηση είναι κάτι παραπάνω από ένας τύπος κτηρίου ή ένας τομέας της αγοράς και αποτελεί ταυτόχρονα, αρχιτεκτονική και κοινωνική πράξη.
Το μοντέλο της συλλογικής κατοίκησης εμφανίστηκε με την μορφή της κοινωνικής στέγασης στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, μεταξύ 1920- 1930 και υιοθετήθηκε ως στεγαστική πολιτική από αρκετές κυβερνήσεις στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
«Κοινωνική κατοίκηση ορίζεται η στέγαση που παρέχεται με πρωτοβουλία του κράτους ή μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα ή με ιδιαίτερες ανάγκες(π.χ. πρόσφυγες)». Ενώ, με ιδιωτική πρωτοβουλία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Δανία την δεκαετία του 1960 από πολίτες, οι οποίοι δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις συνθήκες στέγασης που επικρατούσαν στην χώρα τους τότε. Εισήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έκτοτε το μοντέλο της κοινωνικής και της συλλογικής κατοίκησης χρησιμοποιείται ευρέως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα της Βιέννης, στην οποία εφαρμόστηκε ένα από τα πιο σημαντικά και καινοτόμα μοντέλα κοινωνικής και ταυτόχρονα συλλογικής κατοίκησης. Ήδη από την δεκαετία του 1920 η Βιέννη κατάφερε να προσφέρει ανώτερης ποιότητας και οικονομικά προσιτή στέγαση στους κατοίκους της. Μέχρι σήμερα, έχουν καταφέρει μέσω της κοινωνικής κατοίκησης να ελέγξουν την αγορά των κατοικιών και να δημιουργήσουν δημόσιο σύστημα στέγασης ισάξιο με αυτά της εκπαίδευσης και της υγείας. Πιο συγκεκριμένα, το 60% των κατοίκων της Βιέννης μένει σε κατοικίες ελεγχόμενου ενοικίου, ενώ μόνο το υπόλοιπο 40% του πληθυσμού μένει σε κατοικίες οι οποίες αποτελούν προϊόν της ελεύθερης αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή των ενοικίων διατηρείται σταθερή και σε χαμηλά επίπεδα.
Ένα από τα κύρια οφέλη της συλλογικής κατοίκησης είναι τα κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την κοινή χρήση των εγκαταστάσεων και των πόρων του κτηρίου από τους ενοίκους του. Το μαγείρεμα, η φροντίδα των παιδιών, οι μετακινήσεις των ηλικιωμένων, ο καθαρισμός του κτηρίου ακόμα και η φροντίδα των κατοικίδιων, είναι καθημερινές υποχρεώσεις που όλοι έχουμε.
Επομένως, όταν οι ευθύνες αυτές επιμερίζονται μεταξύ των μελών μια κοινότητας, εξοικονομείται χρόνος και πιθανότατα χρήματα. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι μπορούν να μοιράζονται το κόστος κοινών ηλεκτρικών συσκευών και να ανταλλάσσουν ή να επαναχρησιμοποιούν παιχνίδια και ρούχα. Επιπλέον, αποκτούν την δυνατότητα να μοιράζονται τις δικές τους κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, όπως ένα κοινόχρηστο γυμναστήριο ή ένας χώρος φύλαξης παιδιών, που διαφορετικά θα απαιτούσαν ατομική διαχείριση και οικονομική επένδυση, οι οποίες δεν είναι πάντα διαθέσιμες. Συνοψίζοντας, αυτό που επιτυγχάνεται με το μοντέλο της συλλογικής κατοίκησης είναι η αίσθηση της οικογένειας, της αλληλοβοήθειας και της ασφάλειας που υπήρχε στα χωριά και στις αστικές γειτονιές πριν την έντονη ανοικοδόμηση των πόλεων.
Μετά τα πρώτα κύματα αστικοποίησης επικράτησε παγκοσμίως το μοντέλο της μαζικής κατοίκησης, λόγω του περιορισμένου χώρου και της αύξησης του πληθυσμού. Στο παρελθόν ο δρόμος αποτελούσε σημείο συνάντησης και συναναστροφής και το πλατύσκαλο των σπιτιών γινόταν σημείο συγκέντρωσης «της γειτονιάς» στο τέλος της ημέρας.
Σήμερα όμως η κλίμακα των πόλεων έχει αλλάξει και δεν υπάρχουν αρκετοί χώροι που να μπορούν να καλλιεργήσουν την επαφή 15-30 νοικοκυριών. Επομένως, αυτό που χάθηκε στην μετάβαση από την ύπαιθρο στις πόλεις είναι το «σαλόνι» της κάθε γειτονιάς. Όπως ένα σπίτι για να είναι πλήρες αποτελείται από ατομικούς (δωμάτια) και συλλογικούς (σαλόνι, κουζίνα) χώρους και οι πόλεις μας από ιδιωτικούς (σπίτια, γραφεία κλπ.) και δημόσιους (πλατείες, πάρκα κ.α.), έτσι και τα κτήρια κατοικιών οφείλουν να έχουν ιδιωτικούς (διαμερίσματα) και συλλογικούς χώρους. Ένα διαμέρισμα χωρίς σαλόνι και κουζίνα είναι δωμάτιο ξενοδοχείου, μια πόλη χωρίς δημόσιους χώρους είναι μια σύγχρονη «φυλακή» και μία πολυκατοικία χωρίς συλλογικούς χώρους στις μέρες μας είναι ένα εν δυνάμει κενό κτήριο. Η μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό είναι η περίοδος της πανδημίας, κατά την διάρκεια της οποίας, πολλοί ένιωθαν εγκλωβισμένοι στην Αθήνα λόγω της έλλειψης δημόσιων χώρων. Ταυτόχρονα, για κάποιους άλλους αποτέλεσε «κελί» το διαμέρισμα τους σε μια πολυκατοικία χωρίς συλλογικούς χώρους.
Είχε παρατηρηθεί, πριν την πανδημία αλλά ακόμα περισσότερο μετά το τέλος της, η τάση για από-αστικοποίηση. Σκοπός αυτής της διαφυγής από τις πόλεις, είναι η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Δυστυχώς, αυτό σε συνδυασμό με αρκετούς ακόμα παράγοντες όπως η «τουριστικο-ποίηση», έχει σαν αποτέλεσμα, τα κέντρα αρκετών πόλεων, όπως και της Αθήνας, να μετατρέπονται σε πόλεις γραφείων και ξενοδοχείων. Το τελευταίο διάστημα υπάρχει συζήτηση γύρω από τις πολιτικές πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν με σκοπό την επιστροφή της κατοικίας στο κέντρο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, υπάρχει η ανησυχία για το στεγαστικό πρόβλημα, την αύξηση των ενοικίων και για την εύρεση μόνιμης κατοικίας, ενώ μεγάλο ποσοστό των κτηρίων του κέντρου παραμένει ανεκμετάλλευτο.
Η κατοίκηση ως αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, έχοντας ευρεία εφαρμογή στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α, έχει καταφέρει να δώσει απάντηση στους παραπάνω προβληματισμούς. Ένα στεγαστικό έργο μπορεί να καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας κοινότητας χωρίς αποκλεισμούς, οικολογικά βιώσιμη και οικονομικά προσιτή, με την προϋπόθεση ότι δεν θα εμφανιστούν κερδοσκοπικές τάσεις μακροπρόθεσμα. Η κατοικία αποτελεί πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου οπότε κατά την γνώμη μου δεν είναι θεμιτό το σύνολο του στεγαστικού αποθέματος της χώρας μας να αποτελεί προϊόν της ελεύθερης αγοράς. Ιδανικά, το μοντέλο της συλλογικής κατοίκησης θα μπορούσε να προωθηθεί από τους κρατικούς φορείς μέσω επιχορηγήσεων ή ακόμα και με την δημιουργία πρότυπων συλλογικών-κοινωνικών κατοικιών με στόχο να αποτελέσει κίνητρο για τους κατοίκους να επιστρέψουν στο κέντρο της πόλης, όπου θα υπάρχει πλέον κοινωνική και οικονομική υποστήριξη σε κάθε γειτονιά. Η θέσπιση ισχυρού συστήματος στέγασης σε συνδυασμό με ένα στρατηγικά σχεδιασμένο δίκτυο δημόσιων χώρων, μπορούν να συμβάλουν στον επαναπροσδιορισμό και την ενεργοποίηση των αστικών κέντρων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr