Του Βασίλη Κοσμά / Portfolio Strategist της Hellenic Asset Management
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Reporter Magazine Τεύχος Ιουλίου 2022
Ξεκινούσε όμως με μια αισιοδοξία, για τις κοινωνίες, τις κυβερνήσεις και τις οικονομίες, καθώς διαφαίνονταν η προοπτική καλύτερων ημερών, αφού είχε συσσωρευθεί διεθνώς ισχυρή αγοραστική διάθεση και δύναμη σε πρόσωπα και επιχειρήσεις που θα μπορούσε να διατηρήσει όλο το σύστημα σε τροχιά ανάκαμψης. Ασφαλώς, οι προκλήσεις τόσο για το 2022 όσο και για τα επόμενα χρόνια θα ήταν πολλές και σημαντικές. Η άπλετη ρευστότητα που είχε διοχετευθεί από κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις για να επουλώσει τα τραύματα των οικονομιών, είχε ήδη εξελιχθεί από λύση σε μέρος του προβλήματος. Το ξέσπασμα της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που συνόδευσε το διστακτικό και με διαλείμματα άνοιγμα των οικονομιών, σε συνδυασμό με το ψυχολογικό “φούσκωμα” της τσέπης των καταναλωτών, από τα πολλών ειδών επιδόματα και την ανατίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων, αλλά και το χαοτικό και με καθυστερήσεις “συμμάζεμα” των εφοδιαστικών αλυσίδων, αποτέλεσε το τέλειο υπόβαθρο για την επανεμφάνιση ενός σχεδόν μυθικού πια φαινομένου – του Πληθωρισμού!
Αρχικά, και για μεγάλο διάστημα, οι κεντρικές τράπεζες, ως χειριστές της κυκλοφορίας του χρήματος, έβλεπαν ενδείξεις που τους επέτρεπαν να νομίζουν ότι πρόκειται για μια κατάσταση παροδική (“transitory” όπως προσφιλώς χαρακτηρίζονταν από πολλούς). Και ήταν βάσιμες οι ενδείξεις, καθώς η Μεγάλη Επανεκκίνηση θα έφερνε εν τέλει την εξομάλυνση των εφοδιαστικών αλυσίδων, την εξισορρόπηση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, την μετατόπιση του καταναλωτικού ενδιαφέροντος από τα αγαθά στις υπηρεσίες, και βέβαια, την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους ενέργειας, πρώτων υλών και μεταφορικών, που είχε αρχίσει να “ροκανίζει” τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και να μεταφέρεται, αργά αλλά σταθερά, προς τους τελικούς πελάτες, τους Καταναλωτές.
Παράλληλα, ήταν βέβαια σαφείς και οι ενδείξεις ότι η ρευστότητα που διοχετεύθηκε το προηγούμενο διάστημα ίσως να ήταν “υπέρ-πλεονάζουσα”, αλλά δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να μετατρέψει αυτή τη διαπίστωση σε μομφή, καθώς η οικονομική προτεραιότητα των προηγούμενων δύο ετών ήταν πολύ ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη: να επιβιώσουν οικονομικά οι κοινωνίες και οι οικονομίες, αδιαφορώντας προσωρινά για τον “λογαριασμό” που θα ακολουθούσε. Οπότε, ήταν επιτακτικό να δρομολογηθεί και μια επιστροφή στην κανονικότητα, που οπωσδήποτε προέβλεπε την σταδιακή εφαρμογή περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, ώστε να αποθερμανθεί ομαλά η οικονομία που ήδη άρχιζε να παρουσιάζει κάποιες, επικίνδυνες εν δυνάμει, υπερβολές.
Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησε το 2022, εντός του οποίου οι επενδυτές μπορούσαν με εμπιστοσύνη να εναποθέσουν τις προσδοκίες τους για επιτυχή διαχείριση των συνθηκών σε κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις, προκειμένου οι ασθενείς ακόμα οικονομίες και οι υπέρ-ακμάζουσες κεφαλαιαγορές να συναντηθούν… κάπου στη μέση, και ο κόσμος όλος να επαναλειτουργήσει όχι απαραίτητα αρμονικά, αλλά με μία θετική προοπτική. Άλλωστε, τα πολύ μεγάλου μεγέθους επενδυτικά προγράμματα που είχαν αποφασιστεί σε πολιτικό επίπεδο στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Κίνα, ήταν πρόσθετα μία πολύ ενθαρρυντική αφετηρία.
Αυτό που, προφανώς, απέτυχε τελείως να προβλέψει και να αντιμετωπίσει εγκαίρως όλο αυτό το αλληλοεπιδρών στερέωμα, είναι την εμφάνιση τριών παραγόντων που, όχι απλώς εκτόξευσαν την πολυπλοκότητα, αλλά προκάλεσαν την πλήρη αποσταθεροποίηση αυτής της αδρής ισορροπίας. Πρώτα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έπειτα, η “όψιμη” ευαισθησία της Κίνας στα τοπικά ξεσπάσματα της Covid και η επιβολή αυστηρότατων lockdowns, και τέλος, ο αδιόρατος κίνδυνος η Κίνα, με πράξεις ή παραλείψεις, να συνταχθεί (ή έστω να προκαλέσει την εντύπωση ότι συντάσσεται) με κάποιο τρόπο (πολιτικό; οικονομικό;; στρατιωτικό;;;) με την Ρωσία, προκαλώντας από την Δύση μία αντιμετώπιση συναφή με αυτή της Ρωσίας. Κάθε μία από τις παραπάνω εξελίξεις, από μόνη της ήταν επαρκέστατη να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς. Η συνύπαρξή τους, διαμόρφωσε ακόμα μία “άνευ προηγουμένου” συγκυρία.
Αφήνοντας έστω υποθετικά στο πλάι τον επώδυνο αντίκτυπο των γεγονότων σε ανθρωπιστικό και γεωπολιτικό επίπεδο, ακόμη και σε αμιγώς οικονομικό επίπεδο, οι επιπτώσεις είναι πολλές και δραματικές: Οι επιχειρήσεις καλούνται να αναθεωρήσουν τα παραγωγικά μοντέλα που είχαν εξελίξει μέσα σε πολλές δεκαετίες, μπαίνοντας σε μία διαδικασία “από-παγκοσμιοποίησης” προκειμένου να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα και τον έλεγχο των εφοδιαστικών τους αλυσίδων. Οι κυβερνήσεις καλούνται να ισορροπήσουν τις αντίρροπες γεωπολιτικές και οικονομικές τους προτεραιότητες, αναλαμβάνοντας τεράστια οικονομικά και πολιτικά κόστη και κάνοντας στρατηγικές επιλογές με μακροχρόνιες συνέπειες. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να θέσουν υπό έλεγχο τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, που αναμιγνύονται τοξικά με τις υφεσιακές επιπτώσεις του πολέμου και των lockdowns.
Ο πληθωρισμός, μόνο “transitory” δεν μπορεί πλέον να θεωρείται. Οι άνοδοι των επιτοκίων σε πολλές οικονομικές ζώνες (και σίγουρα στις πιο βασικές, ΗΠΑ & Ευρωζώνη), σε συνδυασμό με τον εσπευσμένο τερματισμό των μηχανισμών παροχής έκτακτης ρευστότητας, έγιναν μονόδρομος, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο το οξυγόνο στις οικονομίες που πάλι αρχίζουν να ασθμαίνουν.
Με ορατή ακόμα και την προοπτική του στασιμοπληθωρισμού, οι κεφαλαιαγορές προσπαθούν να αποτιμήσουν πιθανά σενάρια μεγιστοποιώντας πια την απαισιοδοξία στις μεθοδολογίες τους. Η υποτίμηση όλων των αξιών είναι βίαιη και παράγει πλήθος αρνητικών ρεκόρ ως προς την ταχύτητα και το εύρος της. Απλουστεύοντας, μπορεί ενδεικτικά να ειπωθεί ότι σε όρους αμερικανικών μετοχών μεγάλης κεφαλαιοποίησης (S&P 500) και αμερικανικών κρατικών ομολόγων (US Treasuries), το πρώτο πεντάμηνο του έτους σημειώθηκαν οι πιο αρνητικές αποδόσεις αυτής της περιόδου, που έχουν καταγραφεί εδώ και μισό αιώνα. Οι πλέον συντηρητικοί επενδυτές, που διαχρονικά επιλέγουν κυρίως τις ομολογιακές τοποθετήσεις, τις λεγόμενες και «σταθερού εισοδήματος» (fixed income), βρίσκονται αντιμέτωποι με απώλειες που, οι λιγότερο πεπειραμένοι, μπορεί και να μην είχαν θεωρήσει ποτέ πιθανές, ούτε στα πιο απαισιόδοξα σενάρια.
Τα πλέον υψηλής ποιότητας και πιστοληπτικής αξιολόγησης ομόλογα σημειώνουν υποχώρηση και διακυμάνσεις που μπορούν να συγκριθούν ακόμη και με τις πιο ευμετάβλητες μετοχές. Οι διακυμάνσεις έχουν πολύ μεγάλη ένταση και συχνά παγιδεύουν τον μέσο επενδυτή σε παρορμητικές αποφάσεις. Σε μοναδικό “ασφαλές καταφύγιο” αναδεικνύονται μόνο ορισμένες κατηγορίες εμπορευμάτων, και ειδικότερα ό,τι σχετίζεται με την ενέργεια και τα αγροτικά προϊόντα. Για τους επενδυτές που δεν έχουν ως νόμισμα αναφοράς το Δολάριο των ΗΠΑ, η ισχυρή άνοδός του δίνει επίσης μία σχετική ανακούφιση από τις απώλειες.
Με αυτά τα δεδομένα, και με ορατές αρκετές παραμέτρους που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν σημαντικά την πορεία των πραγμάτων, (κλιμάκωση του πολέμου, αστοχία επιλογών πολιτικής, πολιτική επικράτηση του λαϊκισμού) είναι επί του παρόντος αντικειμενικά δύσκολο να υποστηρίξει κανείς με σθένος ότι ακολουθούν σύντομα θετικές εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ιστορία έχει πάντοτε δείξει ότι η κορύφωση κάθε τόσο έντονα αρνητικής συγκυρίας, λίγο προηγείται ή έπεται μίας καταρράκωσης της ψυχολογίας, κάτι που τεκμαίρεται από όλο και μεγαλύτερο πλήθος μεγεθών που αφορούν στην επιχειρηματική, την επενδυτική και την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η κατακρήμνισή τους σε επίπεδα που συνηγορούν σε προσεχή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, ίσως αποδειχτεί πάλι εκ των υστέρων αξιόπιστο σημάδι ότι οι κεφαλαιαγορές, πάντοτε λειτουργώντας ως προεξοφλητικός μηχανισμός, έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη προεξοφλήσει τα πιο εφιαλτικά σενάρια. Σε κάθε περίπτωση, κοιτώντας το προσεχές κοντινό διάστημα, η συγκυρία δεν αφήνει περιθώρια για ηρωισμούς.
Για κάθε επενδυτή, επαγγελματία ή ιδιώτη, πρώτη με διαφορά προτεραιότητα πρέπει να είναι η διαχείριση του επενδυτικού κινδύνου έτσι ώστε οι δυνητικές απώλειες να μην εκταθούν σε επίπεδα που θα απειλήσουν “θανάσιμα” την οικονομική υπόστασή του. Ταυτόχρονα όμως, είναι επιβεβλημένη η ψύχραιμη αποστασιοποίηση από τον θόρυβο των μεγάλων διακυμάνσεων, η τακτική προσαρμογή θέσεων και η πειθαρχημένη τήρηση βασικών αρχών που εξυπηρετούν την επίτευξη προκαθορισμών στόχων. Η ιστορία, χωρίς να αφήνει αμφιβολίες, βεβαιώνει ότι η προσήλωση στους επενδυτικούς στόχους, με σύνεση, με μεγάλο χρονικό ορίζοντα και περιφρούρηση των ορίων ανοχής στο ρίσκο, ακόμα και σε περιόδους μεγάλων αναταράξεων (όπως η τρέχουσα) οδηγεί σε σμίκρυνση ή και μηδενισμό της πιθανότητας δυνητικών ζημιών. Αντιθέτως, ανταμείβεται διαχρονικά με αξιόλογες αποδόσεις.
Σύμφωνα με την παρακάτω απεικόνιση της UBS Global Wealth Management, μία μελέτη ενός “τυπικού” χαρτοφυλακίου, αποτελούμενου ενδεικτικά από 60% μετοχές και 40% ομόλογα, δείχνει ότι από το 1926 έως το (Σεπτέμβριο) 2021, για οποιαδήποτε περίοδο διακράτησης επτά ετών και άνω, περιλαμβανομένων των πολέμων και των πολύ μεγάλων κρίσεων αυτής της περιόδου, θα είχε θετικές ετησιοποιημένες αποδόσεις.
Όσον αφορά σε συγκεκριμένα πεδία που θεωρούμε ότι παρουσιάζουν αξιόλογες προοπτικές, είναι εκείνα που συνδέονται με το μεγαλύτερο έλλειμμα αυτής της περιόδου: την ασφάλεια. Αυτή που αφορά στη φυσική ασφάλεια, την ενεργειακή επάρκεια, τη διατροφική επάρκεια και την εύρυθμη λειτουργία τεχνολογιών και δικτύων (κυβερνοασφάλεια). Επιπλέον, οι επιστήμες της υγείας, οι τεχνολογίες της ρομποτικής και των αυτοματισμών, τα logistics και οι τεχνολογίες που επιταχύνουν τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή, περιλαμβανομένου του εξηλεκτρισμού των μέσων μετακίνησης, αποτελούν κλάδους που άπτονται των μεγάλων προτεραιοτήτων των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών. Παράλληλα, η θετική μακροοικονομική δυναμική συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών που για ιδιοσυγκρασιακούς λόγους βρίσκονται σε “διαφορά φάσης” αναδεικνύει επίσης ευκαιρίες, όπως για παράδειγμα η Κίνα, της οποίας η οικονομία εξέρχεται σταδιακά από την αναμέτρηση με την Covid, και οι ιδιαίτερες συνθήκες της επιτρέπουν την περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Με συναφές σκεπτικό, αντίστοιχες ευκαιρίες εντοπίζονται στην Ελληνική αγορά, καθώς η χώρα έχει σε πολλά επίπεδα μετασχηματιστεί σε πόλο έλξης επενδύσεων, έχοντας ανταποκριθεί με επιτυχία σε ιδιαίτερα μεγάλες προκλήσεις. Τέλος, η δυνατότητα επίτευξης αξιόλογων πλέον (θετικών) αποδόσεων από επιλεκτικές ομολογιακές τοποθετήσεις με ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά, είναι κίνητρο για την αξιοποίηση ρευστότητας που ενδεχομένως παρέμενε επί μακρόν αδρανής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr