Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή δεν μπόρεσε να αξιολογήσει το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στις ΔΕΚΟ με ενιαίο τρόπο, καθώς σημειώθηκε απόκλιση απόψεων των μελών της και γι' αυτό περιορίστηκε σε αξιολόγηση κατά θεματικές ενότητες.
Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ, διατυπώθηκαν δύο απόψεις: Η πρώτη ήταν ότι έχει προ πολλού παρέλθει η εποχή του κράτους-επιχειρηματία, συνεπώς θα πρέπει να καταρτισθεί ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα ιδιωτικοποίησης και αποσαφήνισης της επιρροής του ελληνικού Δημοσίου στις ΔΕΚΟ, με γνώμονα την ανάγκη επιτάχυνσης του ρυθμού ιδιωτικοποιήσεων μέσα από ανοιχτές και διαφανείς διαδικασίες. Η δεύτερη άποψη ήταν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί ο δημόσιος και κοινωνικός χαρακτήρας των ΔΕΚΟ, χωρίς να αποκλείεται η μειοψηφική μετοχοποίησή τους, όταν αυτή είναι αναγκαία για την ανταγωνιστική επιβίωση της επιχείρησης και όχι για την κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού. Όσον αφορά τη διοίκηση των ΔΕΚΟ, η ΟΚΕ τονίζει ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί η ανεξαρτησία των διοικήσεων έναντι της κεντρικής διοίκησης και, για το λόγο αυτό, αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα την κατάργηση της θητείας του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου και τη δυνατότητα ανάκλησής τους οποτεδήποτε και χωρίς αποζημίωση, επειδή κάτι τέτοιο θα αποτρέψει την προσέλκυση ικανών και σοβαρών στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα. Για παρόμοιους λόγους αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη οι περιορισμοί που φαίνεται να επιβάλλονται στις αποδοχές των διοικούντων τις ΔΕΚΟ με το σκεπτικό ότι η θέση του προέδρου του ΔΣ ή του διευθύνοντος συμβούλου μιας ΔΕΚΟ πρέπει να αμοίβεται κατά τρόπο που να ελκύει στελέχη ικανά από την αγορά επιχειρηματικών τελεχών και συνεπώς η σύνδεσή της με αποδοχές συνταξιούχων ή ανωτάτων δικαστικών θα λειτουργήσει αρνητικά. Αρνητικά αξιολογείται εξάλλου η διάταξη για την «τιμωρία» των ΔΕΚΟ σε περίπτωση παραβίασης του εν λόγω νόμου με περικοπή εσόδων τους από τον τακτικό προϋπολογισμό ή το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τη μη χορήγηση επιπλέον εγγύησης για τα συναπτόμενα δάνεια. Όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, διατυπώθηκαν δύο απόψεις. Αφενός, ότι μία από τις αιτίες της παθογένειας των ΔΕΚΟ είναι και η αδυναμία προσαρμογής των εργασιακών τους σχέσεων στο συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, καθώς οι κανονισμοί προσωπικού και οι εν γένει εργασιακές σχέσεις είναι προσκολλημένες στις εποχές που λειτουργούσαν μονοπωλιακά αυτές οι επιχειρήσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, οι διατάξεις του νομοσχεδίου αντιμετωπίζονται ως μία αδήριτη αναγκαιότητα αλλά και μία ευκαιρία τόνωσης της βιωσιμότητας των ΔΕΚΟ μέσα από τη δημιουργία πιο σύγχρονων εργασιακών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, δικαιολογείται, σε περίπτωση μη συμφωνίας, η νομοθετική παρέμβαση (άρθρο 14), άλλως δυναμιτίζεται η συνέχεια της λειτουργίας τους. Η δεύτερη άποψη, αντίθετα, είναι αρνητική και γίνεται λόγος για «ριζική ανατροπή στις εργασιακές σχέσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δημιουργώντας ένα καθεστώς που είναι δυσμενέστερο από αυτό που ισχύει στον καθαρά ιδιωτικό τομέα». Η εξέλιξη αυτή επικρίνεται ότι αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη συλλογική αυτονομία και ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πέραν της αντισυνταγματικότητας, τονίζεται ότι «οι εργασιακές σχέσεις θα γίνουν η εύκολη δικαιολογία της εκάστοτε αποτυχημένης διοίκησης που έχει κάθε λόγο να μεταθέσει αλλού τις ευθύνες της». Ως προς το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό, το σχέδιο νόμου επικρίνεται ότι καταργεί τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr