Όπως ανάφερε ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, κ. Αλκιβιάδης Καλαμπόκης «οι γεωπολιτικές συνθήκες και άλλοι παράγοντες έχουν οδηγήσει σε πτώση των εξαγωγών μας το ενδεκάμηνο του 2024. Ο 5ος συνεχόμενος μήνας με αύξηση των εξαγωγών, χωρίς πετρελαιοειδή, κατά 5,2% και σε σύνολο ενδεκάμηνου κατά 1,2% δεν ήταν ικανός να ανακόψει τη συνεχιζόμενη πτώση των εξαγωγών με πετρελαιοειδή. Στο ενδεκάμηνο έχουμε μεγέθυνση της απώλειας στο -3%, με πετρελαιοειδή, από -2,6% που ήταν στο δεκάμηνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση του ελλείμματος σε 9,9% από 8,9% στο δεκάμηνο του 2024. Ο Δεκέμβριος, άνευ απροόπτου, δεν αναμένεται να ανατρέψει την τελική εικόνα του έτους.»
Όσον αφορά τις εξαγωγές συνολικά στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου υποχώρησαν και σε αυτή την περίπτωση (-3%) και άγγιξαν τα 45,87 δισ. ευρώ από 47,28 δισ. ευρώ, μειώθηκαν δηλαδή κατά 1,41 δισ.€, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές για το ενδεκάμηνο του 2024 με τη συνεχόμενη αύξηση των τελευταίων πέντε μηνών διαμορφώθηκαν στα 33,08 δισ. ευρώ από 32,68 δισ. ευρώ, δηλαδή είναι ελαφρώς αυξημένες κατά 401,6 εκ. ευρώ ή κατά 1,2%.
Οι εισαγωγές (συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών) στην περίοδο Ιανουαρίου –Νοεμβρίου 2024 αυξήθηκαν ελαφρώς, καθώς διευρύνθηκαν κατά 1,43 δις. ευρώ ή κατά 1,9%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 77,38 δισ. ευρώ έναντι 75,95 δισ. ευρώ κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν με ελαφρώς πιο έντονο ρυθμό και άγγιξαν τα 58,40 δισ. ευρώ από 56,17 δισ. ευρώ, δηλαδή ενισχύθηκαν κατά 2,22 δισ. ευρώ ή κατά 4%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το εμπορικό έλλειμμα στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2024 αυξήθηκε κατά 2,84 δισ. ευρώ ή κατά 9,9%, στα 31,51 δισ. ευρώ από 28,67 δισ. ευρώ το δεκάμηνο του 2023. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε με ελαφρώς μικρότερο ρυθμό και άγγιξε τα 25,31 δισ. ευρώ από 23,49 δισ. ευρώ, δηλαδή διογκώθηκε κατά 1,82 δισ. ευρώ ή κατά 7,8%.
Η πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφική περιοχή
Εξετάζοντας την κατανομή των εξαγωγών για το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2024, διαπιστώνεται ότι η συνολική αξία των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, υποχώρησε προς τις Χώρες της ΕΕ (-6,6%) ενώ προς τις Τρίτες Χώρες αυξήθηκε ελαφρώς (2%). Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές και πάλι περιορίζονται προς τις Χώρες της ΕΕ (-1,2%) ενώ διευρύνονται προς τις Τρίτες Χώρες, (6,1%).
Η πορεία ανά κλάδο
Εξετάζοντας το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2024, πτώση καταγράφουν οι εξαγωγές των 6 από τις 10 μεγάλες κατηγορίες προϊόντων: Πετρελαιοειδή-Καύσιμα (-10%), Βιομηχανικά (-1,4%), Μηχανήματα (-3,1%), Διάφορα Βιομηχανικά (-1,7%) καθώς και οι μικρότερες σε αξία εξαγωγές των κατηγοριών Λάδια κατά -27,9% και Εμπιστευτικά Προϊόντα κατά -6,2%.
Παράλληλα όμως, αυξημένες εμφανίζονται εκείνες των Τροφίμων (8,6%), Χημικών (2,1%), των Πρώτων Υλών (5,7%) και των Ποτά & Καπνός (+9,4%), σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό ενδεκάμηνο.
Το “μήνυμα” για το ισοζύγιο
Στο μεταξύ, με βάση πρόσφατη ανάλυση της Eurobank, “διαχρονικά μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ανήλθε από το 7,0% του ΑΕΠ το 2002 στο 15,4% το 2007, για να κατέλθει στη συνέχεια εντός μίας επταετίας στο 0,7% του ΑΕΠ το 2014 εξαιτίας της μείωσης της εγχώρια δαπάνης – λόγω της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής – που οδήγησε στη μείωση των εισαγωγών. Στη συνέχεια, την πενταετία 2015-2019 κυμάνθηκε στα επίπεδα του 1,8% κατά μέσο όρο ενώ την τετραετία 2020-2023 το έλλειμμα ανήλθε στα επίπεδα του 7,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Συνολικά την περίοδο 2002-2023 το έλλειμμα κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 6,9% του ΑΕΠ.
Βασικότερη αιτία για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το διαχρονικά έντονα αρνητικό ισοζύγιο αγαθών, καθώς η αξία των εισαγωγών αγαθών ξεπερνάει κατά πολύ την αξία των εξαγωγών. Ως προς αυτό, είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 2002-2023, κατά μέσο όρο, η Ελλάδα δαπανούσε €2,3 για εισαγωγές αγαθών για κάθε €1,0 αγαθών που εξήγαγε. Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις άλλες συνιστώσες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το ισοζύγιο υπηρεσιών την περίοδο 2002-2023 είναι μονίμως πλεονασματικό ενώ τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων τα περισσότερα έτη είναι ελλειμματικά αλλά σε χαμηλότερο βαθμό (-€2,3 δισεκ. και -€0,003 δισεκ. αντίστοιχα, κατά μέσο όρο) συγκριτικά με το ισοζύγιο αγαθών.
Συμπερασματικά, σε ότι αφορά το σκέλος των εισαγωγών αγαθών την περίοδο 1988-2023, το υψηλότερο ποσοστό αυτών αφορά τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τις βιομηχανικές προμήθειες (44,7% κατά μέσο όρο) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%), ενώ τη χαμηλότερη συμμετοχή έχουν τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8% κατά μέσο όρο). Παράλληλα, την συγκεκριμένη περίοδο, συνολικά, περιορίστηκε ήπια το ετήσιο μερίδιο των εισαγωγών μεταφορικού εξοπλισμού (-1,4 π.μ.) καθώς και των καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-1,6 π.μ.) αλλά η πτώση του ετήσιου ποσοστού των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών ήταν πολύ έντονη (-23,2 π.μ.). Από την άλλη πλευρά καταγράφεται πολύ ισχυρή άνοδος στο ετήσιο μερίδιο εισαγωγών καυσίμων και λιπαντικών (+22,4 π.μ.) και ήπια άνοδος στα λοιπά αγαθά (+3,7 π.μ.).
Προκλήσεις και προοπτικές για το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών
Στο σκέλος των εισαγωγών αγαθών, το υψηλότερο μέσο ποσοστό συμμετοχής σε αυτές παρουσιάζουν τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες (44,7%) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%) ενώ το χαμηλότερο τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8%). Ωστόσο, η πρώτη κατηγορία αγαθών εμφανίζει την ισχυρότερη μείωση (-23,2 π.μ.) στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των εισαγωγών ενώ τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν την υψηλότερη άνοδο (+22,4 π.μ.).
Στο σκέλος των εξαγωγών δεν υπάρχει διαφοροποίηση καθώς και πάλι οι ίδιες κατηγορίες παρουσιάζουν τα υψηλότερα (38,4% και 39,8% αντίστοιχα) και χαμηλότερα μέσα ποσοστά συμμετοχής (2,1% και 1,8% αντίστοιχα) σε αυτές. Παράλληλα, η ανάλυση έδειξε ότι περιορίστηκε σημαντικά το ετήσιο μερίδιο των εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-16,1 π.μ.) ενώ η πτώση του ετήσιου μεριδίου των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν μικρότερη (-9,1 π.μ.). Εξάλλου, τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν ξανά την υψηλότερη άνοδο στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στις εξαγωγές (+25,9 π.μ.). Επιπλέον, προέκυψε ότι οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά καθώς και τα καύσιμα και λιπαντικά.
Πέραν της προφανούς διαπίστωσης ότι το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών αγαθών εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό και τα τελευταία έτη αυξανόμενο – με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία – προκύπτει ότι η χώρα έχει αυξήσει σημαντικά το ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που κατευθύνει προς τις εισαγωγές καυσίμων, έχει μειώσει οριακά το ποσοστό αυτών που κατευθύνονται σε καταναλωτικά αγαθά αλλά έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των πόρων που κατευθύνονται προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Η τελευταία διαπίστωση είναι εύλογο να προκαλεί επιπλέον προβληματισμό – πέρα από το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών που επηρεάζει καθοριστικά και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – λαμβάνοντας υπόψη πως στο δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και για διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της μέσω της αύξησης και του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου. Σε σχέση με το επενδυτικό κενό πρόσφατη ανάλυση της Eurobank Research αναφέρει ότι τη διετία 2022-2023 οι καθαρές επενδύσεις παγίων πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενισχύοντας τον κεφαλαιακό εξοπλισμό της οικονομίας. Ωστόσο, αν και η μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας περιορίστηκε στα €81,3 δισεκ. το 2023, από €88,7 δισεκ. το 2021, παραμένει ακόμα πολύ υψηλή.
Επομένως η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περεταίρω περιορισμό του επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Σωρευτικά προς αυτή την κατεύθυνση θα επενεργήσει η ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και η αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 ώστε να επιταχυνθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και τελικά θα συμβάλλει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr