1. Καθ’ όλα νόμιμη η αγορά ακινήτου από αλλοδαπό (εκτός Ε.Ε.) μέσω POS
Ένα από τα ζητήματα που ήρθαν στην επιφάνεια το τελευταίο διάστημα αναφορικά με το ελληνικό πρόγραμμα της GoldenVisa αφορά στον τρόπο καταβολής από τον αλλοδαπό επενδυτή του τιμήματος του ακινήτου που αποκτά. Αρκετοί ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί (ιδίως πολίτες εκτός Ε.Ε.) φέρεται να έχουν χρησιμοποιήσει είτε για την καταβολή του αρραβώνα/καπάρο(που αργότερα συνυπολογίζεται στο τίμημα της αγοράς του ακινήτου), είτε για την καταβολή μέρους του τιμήματος της αγοράς ακινήτου, πιστωτική ή χρεωστική ή προπληρωμένη κάρτα. Είναι όμως μια τέτοια καταβολή, έστω και ενός μέρους του τιμήματος, νόμιμη με βάση την ελληνική νομοθεσία; Και αν όχι, τι συνέπειες μπορεί να έχει;
Ας ξεκινήσουμε κάπως ανάποδα, ήτοι από τις τυχόν συνέπειες που μπορεί να έχει.
Η κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη είναι αυτή του άρθρου 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 4332/2015 (ΦΕΚ Α 76/9.7.2015), σύμφωνα με την οποία:
«Το ελάχιστο ύψος της ακίνητης περιουσίας, καθώς και το συμβατικό τίμημα των μισθώσεων ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών του παρόντος άρθρου, καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ και πρέπει να έχει καταβληθεί ολοσχερώς κατά την υπογραφή του συμβολαίου.Το τίμημα καταβάλλεται με δίγραμμη τραπεζική επιταγή ή με κατάθεση τραπεζικού εμβάσματος στο λογαριασμό του δικαιούχου που τηρείται σε τραπεζικό ίδρυμα της Ελλάδας ή σε πιστωτικό ίδρυμα που τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα ειδικότερα στοιχεία των οποίων πρέπει να δηλώνονται υπευθύνως από τους συμβαλλόμενους ενώπιον του συντάσσοντος το συμβόλαιο συμβολαιογράφου και να αναγράφονται σε αυτό».
Με βάση το γράμμα της εν λόγω διάταξης (κατά πόσο τελικά είναι και νόμιμη η πρόβλεψή της αναλύεται κατωτέρω) φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, ότι η καταβολή έστω και ενός Ευρώ εκ του τιμήματος με τη χρήση άλλων μεσών ή υπηρεσιών πληρωμής, πλην των αναφερόμενων (δίγραμμης τραπεζικής επιταγής και τραπεζικού εμβάσματος), όπως π.χ. μέσω πιστωτικής, χρεωστικής η προπληρωμένης κάρτας δεν αρκεί. Δεν αρκεί όμως για ποιο πράγμα; Για να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου ο αλλοδαπός ή μήπως μόνο για να θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη άδειας διαμονής;
Η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη: Η ως άνω διάταξη (άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014) δεν μεταβάλει σε τίποτα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας αλλοδαπός μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα ενός ακινήτου στην Ελλάδα. ‘Ο,τι λοιπόν ίσχυε και πριν από την ψήφιση του ως άνω νόμου εξακολουθεί να ισχύει και μετά. Ο νόμος αυτός, θέτει, απλώς τις ειδικότερες προϋποθέσεις οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν εφόσον ο αλλοδαπός επιθυμεί να αποκτήσει (πέρα από το ακίνητο και) άδεια διαμονής στην Ελλάδα ή, με απλά λόγια, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο λειτουργεί και ως«τίτλος» απόκτησης άδειας διαμονής στη χώρα. Άρα ένας αλλοδαπός αποκτά νόμιμα την κυριότητα ενός ακινήτου μέσω POS.
2. Η διπλή τουλάχιστον «παρανομία» της ρύθμισης του άρθρου 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014
Η διευκρίνιση του δεύτερου ερωτήματος οδηγεί πλέον στο πιο ενδιαφέρον, ίσως, σκέλος της προβληματικής του ελληνικού προγράμματος GoldenVisa, όπως αναδείχθηκε πρόσφατα στην επικαιρότητα: Αν κάποιος αλλοδαπός κατέβαλε στον πωλητή ακινήτου έστω και ένα Ευρώ του τιμήματος με τη χρήση άλλων μέσων, πράξεων ή υπηρεσιών πληρωμής, πλην των αναφερόμενων στο Ν. 4251/2014 (δίγραμμης τραπεζικής επιταγής και τραπεζικού εμβάσματος), όπως π.χ. μέσω πιστωτικής, χρεωστικής η προπληρωμένης κάρτας κλπ., χάνει το δικαίωμά του να αιτηθεί και να λάβει άδεια διαμονής στη χώρα;
Προσωπικά πιστεύω ότι ο δυισμός που εισάγει το άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014 ως προς τον τρόπο καταβολής του τιμήματος αγοράς ενός ακινήτου από αλλοδαπό ως «προϋπόθεση» για την απόκτηση άδειας παραμονής είναι όχι μόνο δυσεξήγητος, για να μην πω παράλογος, σε κάθε, πάντως, περίπτωση μη νόμιμος και ανεκτός καθώς προσκρούει σε διατάξεις ευρωπαϊκού δικαίου που έχουν αυξημένη ισχύ έναντι των ελληνικών νόμων.
Πιο αναλυτικά:
Ευθύς εξ αρχής παρατηρεί κανείς ότι ο Έλληνας νομοθέτης με την απαίτηση για δίγραμμη «τραπεζική» επιταγή ή «τραπεζικό» έμβασμα επιθυμεί το τίμημα της αγοραπωλησίας να «διέρχεται» υποχρεωτικά μέσα από τις Τράπεζες (και μάλιστα ειδικά για το έμβασμα να καταλήγει υποχρεωτικώς σε λογαριασμό του δικαιούχου που τηρείται υποχρεωτικά σε ελληνική τράπεζα ή σε τράπεζα που εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος). Κατ’ αρχάς, προκαλεί προβληματισμό ο αποκλεισμός από τη σχετική διαδικασία τραπεζών από χώρες μέλη της ΕΕ οι οποίες εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα άλλου κράτους μέλους (π.χ. γερμανικές, γαλλικές κλπ). Ένας τέτοιος καθολικός αποκλεισμός προσκρούει ξεκάθαρα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αντιπαρερχόμενος, ωστόσο, κανείς τη νομική αυτή αδυναμία και αναζητώντας σε ένα επόμενο στάδιο τους λόγους για τους οποίους ο Έλληνας νομοθέτης απαιτεί να διέρχεται το τίμημα μέσω Τράπεζας διαπιστώνει ότι στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4251/2014 δεν υπάρχει κάποια εξήγηση. Η απαίτηση συνεπώς αυτή θα μπορούσε, ενδεχομένως, να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι τράπεζες διαθέτουν οργανωμένες υπηρεσίες και μηχανισμούς που μπορούν να ελέγχουν την προέλευση των διακινούμενων κεφαλαίων και άρα να προληφθεί η διακίνηση μαύρου χρήματος, αλλά και για λόγους αποτροπής της φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής καθώς τα χρήματα που θα αναγραφούν ως τίμημα στο συμβόλαιο και θα καταβληθούν στον πωλητή θα συμπίπτουν με όσα φέρεται να έχει πληρώσει/αποστείλει ο αγοραστής. Μια τέτοια, ωστόσο, εξήγηση, όσο ευλογοφανής και αν προβάλλει, δεν παύει,εν τέλει,να πάσχει πολλαπλώς.
Ειδικότερα:
Αφήνοντας κατά μέρος την ξεπερασμένη πλέον (από τις τεχνολογικές εξελίξεις) δίγραμμη τραπεζική επιταγή, η οποία πρόδηλα μπορεί να εκδοθεί μόνο από Τράπεζα, διαπιστώνει κανείς ότι «υπηρεσίες πληρωμών», όπως ακριβώς είναι το «έμβασμα», δεν παρέχουν στην Ελλάδα πλέον μόνο οι Τράπεζες, όπως στο παρελθόν, αλλά και άλλοι φορείς που φέρουν την ίδια αξιοπιστία και φερεγγυότητα και ελέγχονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως οι Τράπεζες. Και αναφέρομαι, βασικά, στα Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος αλλά και στα Ιδρύματα Πληρωμών (εδώ ανήκει π.χ. η γνωστή σε όλουςVIVA), κατάλογος των οποίων δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος,η οποία τηρεί το σχετικό δημόσιο μητρώο στην ιστοσελίδα της, υπό την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Supervision/SupervisedInstitutions/default.aspx
Πράγματι με την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ (PaymentServicesDirectiveII–PSDII), η οποία μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4537/2018 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ, άρα νομική ισχύ υπέρτερη του Ν. 4251/2014, προσδιορίζονται ρητώς (άρθρο 4 περ. 3 Ν. 4537/2018) οι υπηρεσίες πληρωμών, οι οποίες είναι, μεταξύ άλλων,οι τοποθετήσεις και αναλήψεις μετρητών από και σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση των εν λόγω λογαριασμών, η εκτέλεση εμβασμάτων και η εκτέλεση πράξεων πληρωμής υπό την έννοια της μεταφοράς κεφαλαίων μεταξύ λογαριασμών, η οποία λαμβάνει τη μορφή άμεσης χρέωσης, μεταφοράς πίστωσης ή πληρωμής με κάρτα ή έτερο ανάλογο μέσο.
Ταυτόχρονα ορίζονται κατά τρόπο αποκλειστικό από το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ και το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4537/2018 οι Πάροχοι των εν λόγω Υπηρεσιών Πληρωμών οι οποίοι συνίστανται στα Πιστωτικά Ιδρύματα, στα Ιδρύματα Πληρωμών, στα Ιδρύματα ΈκδοσηςΗλεκτρονικού Χρήματος, στα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης στο Ελληνικό Δημόσιο και τα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών ή τοπικών αρχών τους, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητα τους ως δημόσιες αρχές.
Όπως προελέχθη, η ίδρυση και λειτουργία των τριών εν προκειμένω κρίσιμων Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών (Πιστωτικά Ιδρύματα, Ιδρύματα Πληρωμών, Ιδρύματα Έκδοσης Ηλεκτρονικού Χρήματος) προϋποθέτουν τη χορήγηση άδειας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ακριβώς το ίδιο προβλέπεται και για τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος. Ως προς τα ιδρύματα πληρωμών, ο Ν. 4537/2018 κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ –προβλέπει την υποχρεωτική αδειοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν από την έναρξη της παροχής υπηρεσιών πληρωμών στην ημεδαπή. Εν αναφορά προς τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, ο Ν. 4021/2012 κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ αναφέρεται στη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Από την στιγμή λοιπόν που και οι τρεις κρίσιμοι εν προκειμένω Πάροχοι Υπηρεσιών Πληρωμών (Πιστωτικά Ιδρύματα, Ιδρύματα Πληρωμών, Ιδρύματα Έκδοσης Ηλεκτρονικού Χρήματος) παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αδειοδοτούνται και εποπτεύονται με τις ίδιες αυστηρές προϋποθέσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο Έλληνας νομοθέτης όφειλε να παράσχει μια πειστική εξήγηση γιατί αποκλείει από τη παροχή της υπηρεσίας «εμβάσματος», στο πλαίσιο του άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014, τα Ιδρύματα Πληρωμών και τα Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος. Τι ακριβώς παραπάνω έχουν οι Τράπεζες και λείπει εν προκειμένω από τα εν λόγω Ιδρύματα; Δεν έχουν και τα Ιδρύματα αυτά όπως και οι Τράπεζες συστήματα και διαδικασίες ελέγχου της προέλευσης των χρημάτων; Μήπως η παροχή εκ μέρους τους με ηλεκτρονικό τρόπο των υπηρεσιών πληρωμής/εμβάσματος δεν περιορίζει αν όχι εξαλείφει τον κίνδυνο φοροδιαφυγής, όπως ακριβώς και με τα Πιστωτικά Ιδρύματα; Τα ερωτήματα έχουν πρόδηλα ρητορικό χαρακτήρα. Ό,τι ακριβώς επιδιώκει να επιτύχει ο νομοθέτης αποκλείοντας τα χαρτονομίσματα/τραπεζογραμμάτια ως μέσο καταβολής του τιμήματος και επιτάσσοντας η σχετική διαδικασία να διέλθει μέσω «Τράπεζας», τα ίδια ακριβώς εξασφαλίζει η διαδικασία πληρωμής μέσω των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος και των Ιδρυμάτων Πληρωμής.
Πρώτο Συμπέρασμα:
Ο απόλυτος αποκλεισμός Ιδρυμάτων Πληρωμών και Ηλεκτρονικού Χρήματος από τον Έλληνα νομοθέτη στο άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014 δεν έχει καμία απολύτως λογική, προσκρούει δε ξεκάθαρα στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ. Κυρίως όμως παραβιάζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων που διασφαλίζειτο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ως εκ τούτου η απαγόρευση που θέτει το άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014 είναι παράνομη και συνεπώς και τα Ιδρύματα Πληρωμών και τα Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος μπορούν να παράσχουν (τουλάχιστον) την υπηρεσία «εμβάσματος» στο πλαίσιο της εξόφλησης του τιμήματος αγοράς ακινήτου από αλλοδαπό που επιθυμεί να αποκτήσει άδεια διαμονής στην Ελλάδα.
Η διάταξη του άρθρου 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014 δεν είναι ωστόσο προβληματική μόνο κατά το σκέλος που επιτρέπει την παροχή της υπηρεσίας «εμβάσματος» αποκλειστικά σε Τράπεζες, αποκλείοντας όλως παράνομα και αδικαιολόγητα τους λοιπούς νόμιμους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμής. Πάσχει, κατά την άποψή μου, εξίσου και κατά το σκέλος που περιορίζει τους τρόπους εξόφλησης του τιμήματος της αγοραπωλησίας στην «δίγραμμη τραπεζική επιταγή» και στο «τραπεζικό έμβασμα», αποκλείοντας τη χρήση άλλων υπηρεσιών πληρωμής π.χ. μέσω χρήσης χρεωστικής, πιστωτικής ή προπληρωμένης κάρτας. Και τούτο διότι το ευρωπαϊκό δίκαιο (Οδηγία 2015/2366/ΕΕ και Οδηγία 2009/110/ΕΚ) αξιολογεί ως ισότιμες, άλλως ισοδύναμες,όλεςτις διαλαμβανόμενες μορφές μέσων, πράξεων και υπηρεσιών πληρωμών και ηλεκτρονικού χρήματος (έμβασμα, χρήση πιστωτικής, χρεωστικής ή προπληρωμένης κάρτας κλπ). Οπότε τίθεται εύλογα το ερώτημα: Μπορεί ο Έλληνας νομοθέτης, χωρίς ιδιαίτερο λόγο απλώς επειδή «έτσι θέλει», να αποκλείσει διάφορες, ισοδύναμες νομικά με αυτήν που τελικά προκρίνει, υπηρεσίες πληρωμής; Μήπως υπάρχει κάτι που εξασφαλίζεται π.χ. μόνο με την δια «τραπεζικού εμβάσματος» καταβολή του τιμήματος της αγοράς ακινήτου και το οποίο, ενδεχομένως, δεν μπορεί να το διασφαλίσει η εν μέρει ή εν όλω καταβολή του τιμήματος με χρεωστική, πιστωτική ή προπληρωμένη κάρτα;
Μόνο το γεγονός ότι όλες οι υπηρεσίες πληρωμής (έμβασμα, χρήση πιστωτικής, χρεωστικής, προπληρωμένης κάρτας κλπ) είναι κατά την ευρωπαϊκή νομοθεσία ισότιμες και εν γένει αποδεκτεςδεν εμποδίζει, αυτονόητα,τονΈλληνα νομοθέτη να θεσπίσει μια οριζόντια απαγόρευση, όπως αυτή του άρθρου 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014, η οποία περιορίζει τα μέσα και τις υπηρεσίες πληρωμής που γίνονται αποδεκτά. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή του Έλληνα νομοθέτη, όπως και κάθε εθνικού νομοθέτη στις χώρες της Ε.Ε., δεν είναι απεριόριστη αλλά, αντιθέτως, υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες με πιο σημαντικό αυτόν που απορρέει από την αρχή της «προσφορότητας» και της «αναλογικότητας»: Κάθε απαγόρευση/απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς κανόνες δικαίου θα πρέπει να είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και σε κάθε περίπτωση να μην υπερβαίνειτο απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου.
Προσεγγίζοντας κανείς την οριζόντια απαγόρευση κάθε υπηρεσίας πληρωμής ως προς την καταβολή του τιμήματος αγοράς ακινήτου από αλλοδαπό, πλην του «εμβάσματος» και της ξεπερασμένης «δίγραμμης τραπεζικής επιταγής» που θέτει το άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014, παρατηρεί κανείς ότι εν προκειμένω αυτή παραβιάζει κάθε έννοια «προσφορότητας» και «αναλογικότητας»: Τόσο η διασφάλιση των δημοσίων εσόδων υπό την έννοια του περιορισμού της φοροδιαφυγής, όσο και ο έλεγχος της προέλευσης των κεφαλαίων που διατίθενται για την αγορά ακινήτου, όσο σημαντικοί σκοποίκαι αν είναι, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό όλων των άλλων, πλην του «εμβάσματος» και της «τραπεζικής επιταγής»,υπηρεσιών πληρωμής. Ακριβώς οι ίδιοι στόχοι επιτυγχάνονται στον ίδιο, αν όχι σε υπέρτερο, βαθμό και όταν η πληρωμή του τιμήματος της αγοράς ακινήτου γίνεται μέσω χρεωστικής, πιστωτικής ή προπληρωμένης κάρτα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το εξής: Όταν κάποιος αλλοδαπός αγοράζει στην Ελλάδα ένα ακριβό ρολόι ή κόσμημα μερικών δεκάδων χιλιάδων Ευρώ με πιστωτική ή χρεωστική ή προπληρωμένη κάρτα ο Έλληνας νομοθέτης αποδέχεται ως πιθανή τη φοροδιαφυγή ή το ξέπλυμα χρήματος και τα ανέχεται, αλλά στα ακίνητα, αντιθέτως, εξαντλεί την αυστηρότητά του;
Δεύτερο Συμπέρασμα: Η οριζόντια απαγόρευση κάθε άλλου μέσου ή κάθε άλλης υπηρεσίας πληρωμής ως προς την καταβολή του τιμήματος (χρήση πιστωτικής, χρεωστικής ή προπληρωμένης κάρτας κλπ) πλην του «εμβάσματος» και της ξεπερασμένης «δίγραμμης τραπεζικής επιταγής» που θέτει το άρθρο 20 ενότητα Β παρ. 1 του Ν. 4251/2014 παραβιάζει πρόδηλα τις αρχές της «προσφορότητας» και «αναλογικότητας» που πρέπει να διέπουν κάθε θεσπιζόμενη απόκλιση από το ευρωπαϊκό δίκαιο (Οδηγία 2015/2366/ΕΕ και Οδηγία 2009/110/ΕΚ). Το μέγεθος του ελληνικού «παραλογισμού» γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Έλληνας νομοθέτης απαγόρευε (άρθρο 71 παρ. 3 Ν. 4446/2016)μέχρι πρόσφατα την χρήση οιουδήποτε μη ονομαστικοποιημένουηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, απαιτώντας ως προϋπόθεση της νομιμότητάς της χρήσης του την προηγούμενη ταυτοποίηση του κατόχου του στο πλαίσιο της πρόληψης ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Κάθε συνεπώς πληρωμή από πιστωτική, χρεωστική ή προπληρωμένη κάρτα στην ελληνική επικράτεια είχε πάντοτε «ονοματεπώνυμο», όπως δηλαδή και το έμβασμα, πλην όμως ούτε και αυτό «αρκούσε», λες και ο νομοθέτης του Ν. 4251/2014 ήταν διαφορετικός από το νομοθέτη του Ν.4446/2016! Τυχόν, λοιπόν,άρνηση της Ελληνικής Διοίκησης να χορηγήσει άδεια διαμονής σε αλλοδαπό που κατέβαλλε έστω και ένα Ευρώ του τιμήματος αγοράς ακινήτου π.χ. μέσω πιστωτικής, χρεωστικής η προπληρωμένης κάρτας, είναι παράνομη και θα καταπέσει, αργά ή γρήγορα, στα αρμόδια ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά όργανα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr