Πρόκειται σαφώς για επιλογή ρίσκου, όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κάνοντας λόγο για βουτιά στα νερά της αβεβαιότητας.
Στο πρόσφατο Eurogroup του Λουξεμβούργου, ο «γερμανικός άξονας» έστειλε ένα εύληπτο μήνυμα, όταν με προσχηματικό τρόπο, αρνήθηκε την εκταμίευση ενός ποσού 1,7 δις ευρώ που θα διοχετευόταν στην άνυδρη αγορά για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και απελευθέρωσε μόνο το ποσόν που αφορούσε στις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
«Οι δανειστές παίζουν καθυστέρηση»
Στην αφετηρία της δεύτερης αξιολόγησης, στο Μαξίμου, όπως και στο Οικονομικό Επιτελείο, εμφανίζονται βέβαιοι ότι η πλευρά των δανειστών θα επιδιώξει να καθυστερήσει, όσον ακριβώς χρόνο χρειάζεται ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, προκειμένου να μην έχει στα πόδια του ενοχλητικά, ενόψει των εκλογών του επόμενου φθινοπώρου, το «ελληνικό ζήτημα».
Στην προσπάθεια αυτή, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, αναχαιτίζει κάθε συζήτηση για ρύθμιση του χρέους, με το επιχείρημα ότι θα αδυνάτιζε τις μεταρρυθμιστικές διαθέσεις και, την ίδια ώρα, δεν χάνει την ευκαιρία να επαναλαμβάνει το τελευταίο διάστημα, ότι η Ελλάδα χρειάζεται να αποκτήσει ανταγωνιστικότητα και επαρκή Διοίκηση, εισάγοντας νέα κριτήρια στην διαπραγμάτευση.
Δεν χωράει καμία αμφιβολία, ότι από τη διένεξη εκατέρωθεν του Ατλαντικού, ο λογαριασμός κατευθύνεται στην κυβέρνηση η οποία καλείται να προωθήσει τώρα 40 δύσκολα προαπαιτούμενα, διαψεύδοντας όσους, με πρώτον τον Αλέξη Τσίπρα, καλλιεργούσαν την εντύπωση μιας εύκολης διαπραγμάτευσης, που θα ήταν οιονεί ειδυλλιακός περίπατος.
Και στο βάθος τέταρτο Μνημόνιο
Με ορόσημο το καλοκαίρι του 2018 οπότε λήγει το Πρόγραμμα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη στις συμπληγάδες αφενός του ΔΝΤ, το οποίο ορθώς διαπιστώνει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και αφετέρου στην ακαμψία του «Τείχους του Βερολίνου», η οποία απομακρύνει δραματικά την προοπτική της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι χωρίς ουσιαστική πρόοδο στα μέτωπα που συγκεντρώνουν την πίεσή τους οι δανειστές, η έξοδος της χώρας στις αγορές δεν είναι εφικτή- το υπογράμμισε άλλωστε αυτό χθες και ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας- διότι πολύ απλά κανένας δεν δανείζει μια χώρα που δεν κρίνεται αξιόχρεη και φερέγγυα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι δεν διαφαίνεται κάτι περισσότερο παρήγορο και υπομένοντας το μαρτύριο του Σίσυφου, η Ελλάδα και η κυβέρνηση που θα βρίσκεται τότε στα πράγματα-δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα είναι η σημερινή- θα κληθεί να υπογράψει ένα ακόμα Μνημόνιο, επιτείνοντας την διεθνή εποπτεία στο διηνεκές.
Προσώρας, το Μαξίμου «βιάζεται» να κλείσει ταυτόχρονα χρέος και αξιολόγηση, επειδή όπως εξήγησε στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τσίπρας, ο στόχος αυτός «εντάσσεται στην στρατηγική μας», στο τέλος της οποίας, όπως ορισμένοι αντιλήφθηκαν καραδοκεί η ρήξη. Άλλο σχέδιο για την αναδιάρθρωση της Οικονομίας και την δημιουργία θέσεων εργασίας, δεν έγινε αντιληπτό.
Καθώς περνάει καιρός, όμως, όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται αν πραγματικά συνιστά εθνικό στόχο η έξοδος στις αγορές με ένα καχεκτικό παραγωγικό πρότυπο και μια οικονομία χωρίς προτεραιότητες και επιπλέον με τις δυνάμεις του αστικού κορμού, απρόθυμες να συναινέσουν στα προφανή και τα στοιχειώδη.
Γιώργος Χατζηδημητρίου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr