Οι Έλληνες πλοιοκτήτες αναλυτικά ελέγχουν:
• 31,78% του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων
• 25,01% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου
• 22,35% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG)
• 15,60% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών & προϊόντων πετρελαίου
• 13,85% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς Υγροποιημένου Αερίου Πετρελαίου (LPG)
• 9,33% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων
Πού δραστηριοποιούνται ανά την υφήλιο
Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος μεταφέρει φορτία μεταξύ τρίτων χωρών σε ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας, αποτελώντας έτσι τον μεγαλύτερο διασυνοριακό μεταφορέα παγκοσμίως. Η ελληνική ναυτιλία δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στον τομέα των bulk/tramp μεταφορών, ο οποίος έχει χαρακτηριστικά τέλειου ανταγωνισμού: ένας πολύ μεγάλος αριθμός ιδιωτικών, κυρίως Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) δραστηριοποιούνται παγκοσμίως μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ευέλικτη και αποτελεσματική διοίκηση και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, ελεύθερη πρόσβαση σε πληθώρα πληροφοριών και χαμηλά κόστη εισόδου και εξόδου από την αγορά.
Οι πλοιοκτήτες/διαχειριστές πλοίων στον bulk/tramp τομέα, μεταφέροντας φορτία σε ad hoc βάση, δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν τις τιμές της ναυλαγοράς. Τα περισσότερα πλοία στον τομέα της bulk/tramp ναυτιλίας λειτουργούν βάσει συμβάσεων χρονοναύλωσης. Ο χρονοναυλωτής αναλαμβάνει την εμπορική λειτουργία του πλοίου και καθορίζει τον τύπο και τις ποσότητες του φορτίου που θα μεταφερθούν, καθώς και τη διαδρομή και την ταχύτητα του πλοίου.
Η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής ναυτιλίας...
Ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει το 59% του στόλου που ελέγχεται από Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ο οποίος σε ποσοστό άνω του 75%
δραστηριοποιείται στον bulk/tramp τομέα. Το ένα τρίτο του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία Κράτους Μέλους της ΕΕ.
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν συνεχώς σε νέα, ενεργειακά αποδοτικά πλοία και σε φιλικό προς το περιβάλλον εξοπλισμό. H μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου (9,99 έτη) είναι χαμηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο (10,28 έτη). Οι παραγγελίες ναυπήγησης πλοίων από Έλληνες πλοιοκτήτες ανέρχονται σε 173 πλοία (από 104 πλοία το προηγούμενο έτος), που αντιστοιχούν σε 17,3 εκατομμύρια dwt3. Πάνω από το ένα τρίτο των πετρελαιοφόρων και σχεδόν ένα στα έξι πλοία μεταφοράς LNG, που ναυπηγούνται αυτή τη στιγμή στον κόσμο, θα παραδοθούν σε Έλληνες πλοιοκτήτες.
Επιπλέον, περισσότερο από το ένα τέταρτο (27,6%) της ελληνόκτητης χωρητικότητας (σε dwt) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Παγκόσμιου προτύπου του Δείκτη Ενεργειακής Απόδοσης κατά τη Σχεδίαση του πλοίου (EEDI), τεχνικό μέτρο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (IMO), το οποίο διασφαλίζει βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση για τα πλοία.
Oι Έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν σταθερά σε μεγαλύτερα πλοία που έχουν επίσης μεγαλύτερη αποδοτικότητα και περιβαλλοντικά οφέλη λόγω των οικονομιών κλίμακας. Από το 2014, η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας (σε dwt) του ελληνόκτητου στόλου είναι πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του αριθμού των πλοίων.
Το 2014 η μέση χωρητικότητα των ελληνόκτητων πλοίων ήταν 71.308 dwt, ενώ σήμερα υπολογίζεται σε 86.247 dwt, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από τον αντίστοιχο του παγκόσμιου στόλου (45.020 dwt).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ναυτιλία είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο εμπορευματικών μεταφορών. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα τελευταία 50 χρόνια, αν και το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο έχει τετραπλασιαστεί σε όγκο, ωστόσο οι εκπομπές CO2 από τη ναυτιλία έχουν μόλις διπλασιαστεί.
Σε σύγκριση με άλλους κλάδους, οι εκπομπές CO2 από τη ναυτιλία παραμένουν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο – στο 2,5% των συνολικών εκπομπών παγκοσμίως.
Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο και στην ΕΕ. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες επενδύουν συνεχώς σε νέα, μεγαλύτερα και πιο ενεργειακά αποδοτικά και φιλικά προς το περιβάλλον πλοία.
Η κατάσταση είναι παρόμοια όχι μόνο όσον αφορά στις εκπομπές CO2 αλλά και στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (Greenhouse Gas - GHG). Ενδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι εκπομπές GHG από τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές στην ΕΕ παρέμειναν, τα τελευταία 30 χρόνια, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο ως ποσοστό των συνολικών εκπομπών από τον τομέα των μεταφορών.
Καταλαμβάνοντας την 8η θέση σε όρους χωρητικότητας (dwt), η Ελλάδα είναι ένα από τα σημαντικότερα νηολόγια στον κόσμο και ένα από τα κορυφαία μεταξύ παραδοσιακών ναυτιλιακών χωρών. Με 647 πλοία (άνω των 1.000 gt), νηολογημένα στην ελληνική σημαία, χωρητικότητας 61,8 εκατομμυρίων dwt7 , το ελληνικό νηολόγιο κατέχει τη 2η θέση στην ΕΕ. Η Ελλάδα παραμένει στον Λευκό Κατάλογο STCW του ΙΜΟ, καθώς και στον Λευκό Κατάλογο του Paris MoU και του Tokyo MoU.
Η Ελλάδα περιλαμβάνεται επίσης στον Κατάλογο των Ναυτιλιακών Διοικήσεων του Προγράμματος QUALSHIP 21 της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ (USCG), ενώ συγκαταλέγεται
μεταξύ των Κρατών Σημαίας με τις καλύτερες επιδόσεις και με θετικούς δείκτες σε όλες τις κατηγορίες του πίνακα επιδόσεων Κρατών Σημαίας (π.χ. επικύρωση συμβάσεων του ΙΜΟ, διαδικασίες ελέγχου πλοίων από το Κράτος Λιμένα κ.λπ.), που δημοσιεύεται από το Διεθνές Ναυτικό Επιμελητήριο (ICS).
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Σχεδόν το 90% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών μεταφέρεται μέσω θαλάσσης. Το θαλάσσιο εμπόριο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 72% του συνολικού όγκου του διεθνούς εμπορίου της ΕE. Το εμπόριο χύδην ξηρού φορτίου και φορτίου δεξαμενοπλοίων αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 75% του συνολικού όγκου του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, το οποίο, το 2020, ανήλθε σε 10.648 εκατομμύρια τόνους. Ο τομέας της bulk/tramp ναυτιλίας αντιπροσωπεύει επίσης το μεγαλύτερο μέρος του θαλάσσιου εμπορίου της ΕΕ, γεγονός που υπογραμμίζει τον ζωτικής σημασίας ρόλο του στην οικονομία και στο εμπόριο της ΕΕ.
Η Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών υπογραμμίζει πως "η ναυτιλία έχει καθοριστική συμβολή στην ευημερία των πολιτών της ΕΕ, καθώς διασφαλίζει τον εφοδιασμό του μεγαλύτερου μέρους των αναγκαίων πρώτων υλών, της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων βασικών ειδών. Το θαλάσσιο εμπόριο αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών και εξαγωγών από τα Κράτη Μέλη της ΕΕ σε κύριες κατηγορίες βασικών προϊόντων διατροφής, ενέργειας και πρώτων υλών. Σε ορισμένες κατηγορίες, περισσότερο από το 85% του συνολικού όγκου του εμπορίου μεταφέρεται δια θαλάσσης, όπως στα δημητριακά (93%), σε ζωικά και φυτικά λίπη και έλαια (86%), σε μη σιδηρούχα μεταλλεύματα (93%), σε μετάλλευμα χαλκού (97%).
Το 90% των συνολικών εισαγωγών Κρίσιμων Πρώτων Υλών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την οικονομία της ΕΕ, λόγω της διασύνδεσής τους με όλες τις βιομηχανίες και της σημασίας τους στην παραγωγή σύγχρονων και καθαρών τεχνολογικών προϊόντων, μεταφέρονται επίσης δια θαλάσσης.
Οι θαλάσσιες μεταφορές κατέχουν επίσης ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, καθώς η ΕΕ βασίζεται στη ναυτιλία για το 33% του εσωτερικού της εμπορίου. Η Ναυτιλία Μικρών Αποστάσεων (SSS) είναι καθοριστική για το κοινοτικό εμπόριο ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα πλέον φιλικά προς το περιβάλλον μέσα μεταφοράς.
Παρέχοντας τη δυνατότητα για αποσυμφόρηση των οδικών αξόνων με σημαντικά μικρότερο αποτύπωμα CO2 σε σχέση με άλλους τομείς μεταφορών, η προώθηση της βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας της Ναυτιλίας Μικρών Αποστάσεων πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
H ελληνική ναυτιλία έχει μεγάλη στρατηγική σημασία για την ΕΕ, καθώς:
Είναι καθοριστική για την εξασφάλιση του εφοδιασμού της ΕΕ με ενέργεια και άλλα βασικά αγαθά.
• Εξυπηρετεί το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της ΕΕ, αποτελώντας τον κύριο βραχίονα των μεταφορών της.
• Με τις ανησυχίες της ΕΕ για την ενεργειακή της ασφάλεια να αυξάνονται, ο ελληνόκτητος στόλος και ιδιαίτερα τα πλοία που μεταφέρουν άνθρακα, πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου, καθώς και υγροποιημένα αέρια (LNG/LPG) έχουν κρίσιμη σημασία για τη διάσφάλιση των εισαγωγών ενέργειας και άλλων βασικών προϊόντων στην ΕΕ από διαφορετικές και απομακρυσμένες περιοχές στον κόσμο, διευκολύνοντάς την να περιορίσει την εξάρτησή της από περιορισμένο αριθμό χωρών.
• Η ΕΕ εισάγει το 97% των αναγκών της σε πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου, καθώς και το 83,6% και το 35,8% των αναγκών της σε φυσικό αέριο και στερεά ορυκτά καύσιμα αντίστοιχα. Από τις εν λόγω εισαγωγές, το 84% του αργού πετρελαίου, το 76% προϊόντων πετρελαίου και το 39% των ποσοτήτων LNG/LPG, μεταφέρονται δια θαλάσσης.
• O ελληνόκτητος στόλος είναι σε θέση να προσαρμόζεται άμεσα στις διαρκείς μεταβολές των παγκόσμιων εμπορικών ροών, καθώς και σε σχεδιασμούς πλοίων με βελτιωμένα χαρακτηριστικά αποδοτικότητας, ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος.
Η στρατηγική σημασία της ελληνικής ναυτιλίας για την ΕΕ αναδεικνύεται περαιτέρω στο πλαίσιο του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τις ασιατικές χώρες, των οποίων η συνολική πλοιοκτησία αναπτύσσεται ραγδαία, κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς.
Σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική ναυτιλία παραμένει στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σημαντικό και για την ελληνική οικονομία.
Οι θαλάσσιες μεταφορές συνεισφέρουν περισσότερο από το 3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ανέρχονται συνολικά περίπου στο 7% του ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα), προσφέροντας σχεδόν 200 χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Παρέχουν επίσης σημαντικές καθαρές εισροές στην ελληνική οικονομία. Το 2021, οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές, όχι μόνο ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019, μετά την ύφεση που προκλήθηκε το 2020 από την πανδημία COVID-19, αλλά επίσης είναι οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί μετά το 2008 και ανέρχονται σε πάνω από 17 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η ελληνική ναυτιλία παρέχει αυτές τις εισροές στην Ελλάδα από διάφορες περιοχές του κόσμου.
Τέλος, η ελληνική ναυτιλία διασφαλίζει επίσης τον εφοδιασμό τροφίμων, πρώτων υλών και ενέργειας στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr