Η εξέλιξη της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης των εισερχόμενων τουριστών αποτελεί το αντικείμενο δύο μελετών που δημοσίευσε το ΙΝΣΕΤΕ στο πλαίσιο των σχετικών περιοδικών του εκδόσεων.
Ειδικότερα, η πρώτη μελέτη εστιάζει στη σύγκριση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης της Ελλάδας με τη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη της Ισπανίας, το 2019 και το 2020. Στη δεύτερη μελέτη παρατίθενται στοιχεία για την εξέλιξη της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης, της Μέσης Διάρκειας Παραμονής και της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα για την περίοδο 2011-2020.
Τα κύρια σημεία της πρώτης μελέτης έχουν ως εξής:
- Στη μελέτη γίνεται προσαρμογή της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης που δημοσιεύουν οι δύο χώρες (€ 1.041 για την Ισπανία και € 584 για την Ελλάδα για το 2020 και € 1.101 και € 564 αντίστοιχα για το 2019) ώστε να αποτυπώνονται συγκρίσιμα μεγέθη και συγκεκριμένα μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση.
-Με βάση αυτή την προσαρμογή, η μέση δαπάνη στην Ελλάδα το 2019 υστερεί αυτής της Ισπανίας κατά € 9 ευρώ (από € 537 βάσει δημοσιευμένων στοιχείων) ενώ το 2020 η μέση δαπάνη στην Ελλάδα υπερτερεί αυτής της Ισπανίας κατά € 41 ευρώ (από 457 Ευρώ).
-Μέρος αυτής της διαφοράς οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δέχονται τουρίστες από διαφορετικές αγορές και, συγκεκριμένα, η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες. Οι τουρίστες αυτοί έχουν χαμηλότερη Μέση Δαπάνη και ως εκ τούτου ωθούν τον συνολικό μέσο όρο της μέσης δαπάνης προς χαμηλότερα επίπεδα
-Η διαφορά υπέρ της Ελλάδας το 2020, οφείλεται στην αλλαγή του μίγματος αγορών, με αύξηση του μεριδίου των κύριων αγορών μας και μείωση των βαλκανικών. Για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε τις δύο αγορές, προχωρήσαμε στην υπόθεση εργασίας ότι η Ελλάδα έχει το ίδιο market mix με την Ισπανία. Με την υπόθεση εργασίας, η διαφορά στη μέση δαπάνη που μένει στην κάθε χώρα αντιστρέφεται υπέρ της Ελλάδας, κατά 44 Ευρώ για το 2019 και κατά 68 Ευρώ για το 2020.
-Στη συνέχεια εξετάζεται η μέση δαπάνη ως προς το σύνολο της δαπάνης, δηλαδή περιλαμβανομένης όχι μόνο της δαπάνης που καταλήγει στη χώρα-προορισμό, αλλά και της δαπάνης που γίνεται εκτός αυτής (πχ αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.). Από τις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2020, στις δύο (Γερμανία και Ιταλία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι οριακά χαμηλότερη (~9 €) απ’ ότι η αντίστοιχη στην Ισπανία ενώ στις υπόλοιπες δύο είναι υψηλότερη – από € 9 ευρώ για το Ην. Βασίλειο έως € 434 ευρώ για τη Γαλλία, από την οποία η Ισπανία έλκει μεγάλο μέρος του οδικώς εισερχόμενου τουρισμού της.
-Τα στοιχεία αυτά αποδομούν την αντίληψη ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές, είναι ένας φθηνός προορισμός για τους Ευρωπαίους τουρίστες, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευρωπαίοι τουρίστες στην Ελλάδα δαπανούν περίπου τα ίδια, εάν όχι και περισσότερα, απ’ ότι στην Ισπανία.
Τα κύρια σημεία της δεύτερης μελέτης έχουν ως εξής:
-Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη (ΜΚΔ) παρουσιάζει μια σαφή τάση μείωσης έως το 2016, μια σταθεροποίηση στη συνέχεια και μια σημαντική αύξηση το 2019 και το 2020. Συνολικά, την περίοδο 2011-2020 παρατηρείται μείωση -8,6%, από € 639,5 σε € 584,4.
-Η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) κατά € -55,0 / -8,6% τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ελλάδα, παρά την αύξηση των τελευταίων δύο χρόνων κατά +12,5% (από € 519,6 το 2018 σε € 584,4 το 2020), συνέβη πρωτίστως λόγω της μείωσης της Μέσης Διάρκειας Παραμονής (ΜΔΠ) κατά -0,5 διανυκτερεύσεις / -5,5%, παρά την αύξηση το 2020 κατά +17,1% (από 7,4 διανυκτερεύσεις το 2019 σε 8,7 διανυκτερεύσεις το 2020) και δευτερευόντως λόγω της μείωσης της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) κατά € -2,3 / -3,3%.
-Παρά την αλλαγή του μίγματος αγορών που παρατηρήθηκε το 2020, με αύξηση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών μας, που έχουν υψηλότερη ταξιδιωτική δαπάνη έως και 4 φορές σε σύγκριση με τις οδικές αφίξεις, και μείωση του μεριδίου των αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η ΜΚΔ δεν έφτασε στα επίπεδα που ήταν το 2011 (€ 584,4 το 2020 έναντι € 693,5 το 2011).
-Συγκεκριμένα, την περίοδο 2011-2020 οι παραδοσιακές αγορές του ελληνικού τουρισμού (Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία) εμφάνισαν αύξηση του μεριδίου τους από 40% το 2011 σε 50% το 2020 και αυτό παρά την μείωση που σημείωσαν οι αφίξεις από αυτές τις αγορές κατά -44,4% (από 6,6 εκατ. το 2011 σε 3,7 εκατ. το 2020). Αντίθετα, οι νέες αγορές (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Ρουμανία, Σερβία και Αλβανία) εμφάνισαν μείωση στο μερίδιο τους, από 21% το 2011 σε 19% το 2020, λόγω του υψηλότερου ρυθμού μείωσης των αφίξεων από τις αγορές αυτές (-58,2%, από 3,4 εκατ. το 2011 σε 1,4 εκατ. το 2020).
Δείτε ολόκληρες τις μελέτες ΕΔΩ και ΕΔΩ
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr