Παράλληλα, η επανασύνδεση της εκπαιδεύσεως με την αγορά εργασίας συνιστά καθοριστικό παράγοντα για τη συμπίεση της διαρθρωτικής ανεργίας, δηλαδή της αναντιστοιχίας προσφερομένων και ζητουμένων δεξιοτήτων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, oι κύριες προκλήσεις στο μέτωπο αυτό αφορούν στον αναπροσανατολισμό της εκπαιδεύσεως προς:
- την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα έναντι του δημοσίου
- την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση έναντι της γενικής
- την επανεκπαίδευση κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων.
Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύθηκαν αυτήν την εβδομάδα, το ποσοστό ανεργίας υπoχώρησε περαιτέρω τον Ιούνιο του 2018, στο 19,1%, από 19,3% τον Μάιο του 2018. Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί τον Ιούνιο του 2018 κατά 2,2 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2017, και κατά 8,7 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2013. Σημειώνεται ότι το 2013 ήταν το έτος που κατεγράφη το ιστορικά υψηλότερο επίπεδο ανεργίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως.
Η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος κατά 1,4% το 2017 και 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2018 και συνεπώς αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσοστού ανεργίας και του φυσικού ποσοστού και αποτελεί το μέρος της ανεργίας που επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Η Ελλάδα παραδοσιακά εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας έναντι του αντίστοιχου ποσοστού της Ευρωζώνης. Η διαρθρωτική ανεργία είναι μια μακροχρόνια μορφή ανεργίας που εξαρτάται από τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας και επηρεάζεται από παράγοντες οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από τη φάση του οικονομικού κύκλου. Λόγω της διαρθρωτικής ανεργίας, το ποσοστό ανεργίας δεν είναι ποτέ μηδενικό, ακόμα και όταν η οικονομία βρίσκεται σε επίπεδο πλήρους απασχολήσεως. Το ποσοστό ανεργίας που αντιστοιχεί στο επίπεδο πλήρους απασχολήσεως ονομάζεται φυσικό ποσοστό ανεργίας (NAIRU – non-accelerating inflation rate of unemployment) και δείχνει την ανεργία που οφείλεται σε διαρθρωτικές αιτίες.
Οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση της συνιστώσας της διαρθρωτικής ανεργίας είναι:
(i) το υψηλό ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνιων ανέργων και
(ii) η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων
(ι) Το ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας για πάνω από ένα έτος ως ποσοστό στο σύνολο των ανέργων, αν και μειώνεται ελαφρά από το 2017, παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1. Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 25,6 μονάδες στην περίοδο 2008-2017. Το μακροχρόνιο διάστημα ανεργίας αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας συνεπώς την εύρεση εργασίας. Επιπροσθέτως, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία και τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ταχείας μειώσεως της διαρθρωτικής ανεργίας στο μέλλον.
(ii) H αναντιστοιχία ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
- Στον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της υφέσεως με ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων
- τις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας
- το φαινόμενο της εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr