Ο ίδιος επανέλαβε πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση είναι οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για τον πληθωρισμό, ο οποίος «παραμένει πολύ υψηλός».
Επίσης τόνισε ότι η ευρωζώνη «δεν έχει γίνει μάρτυρας τέτοιας ταχείας μετατόπισης» των τιμών από τότε που ιδρύθηκε, γι' αυτό «ένας ανθεκτικός χρηματοπιστωτικός τομέας είναι απαραίτητος αυτή την εποχή».
Παράλληλα, σημείωσε ότι χάρη στις αποφάσεις για αύξηση των επιτοκίων, «ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε καλή θέση να αντέξει τους οικονομικούς κραδασμούς» ενώ πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει αυτή τη νομισματική πολιτική έως ότου ο πληθωρισμός πέσει στο στόχο του 2%.
Εξήγησε πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια «με σύνεση», για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο, ακόμη κι αν αυτή η διαδικασία διαρκέσει «παρατεταμένη» περίοδο.
Ταυτόχρονα, επεσήμανε πως «οι κίνδυνοι ανατιμολόγησης και οι δυσκολίες ρευστότητας καθιστούν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ευάλωτα» ενώ «τα ρευστά διαθέσιμα assets των επενδυτικών funds παραμένουν χαμηλά και θα μπορούσαν έτσι να ενισχύσουν τη διόρθωση της αγοράς».
Εκτίμησε τέλος πως η αστάθεια της αγοράς αυξήθηκε ενώ στην αβέβαιη πορεία του πληθωρισμού και στον στόχο της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής αλλά και της οικονομικής δραστηριότητας «οι αποτιμήσεις assets παραμένουν ευαίσθητες».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr