Είναι κατανοητό ότι από τη μια μεριά κάθε μεγάλη αλυσίδα διεκδικεί για τον εαυτό της περισσότερες πωλήσεις και κέρδη. Οι επιθετικές κινήσεις των μεγάλων ομίλων που προσπαθούν να διατηρήσουν τις πωλήσεις τους, παρά το ότι η κατανάλωση παρουσιάζει πτώση, αποσπούν μερίδιο από τις μικρότερες εταιρείες του κλάδου. Ενισχύουν, δηλαδή, τη διαδικασία συγκέντρωσης στον κλάδο.
Από την άλλη και σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, δεν κατάφεραν να προβλέψουν εγκαίρως τις εξελίξεις και να οργανωθούν απέναντι στην κρίση, έτσι, είναι οι πρώτες που προσεγγίζουν τις μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής, αλλά κατόπιν εορτής. (Δηλαδή τώρα που παρουσιάζεται η ανάγκη). Το βασικό τους πρόβλημα συνίσταται στην αδυναμία τους να αποπληρώσουν τις υψηλές χρηματικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους προμηθευτές τους, τους οποίους, σε ορισμένες περιπτώσεις αποπληρώνουν ακόμα και με ετήσιες επιταγές.
Μπορεί οι καταναλωτές να δείχνουν (σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες), πρόθυμοι να στηρίξουν τα ελληνικά προϊόντα, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να θωρακίσει τις εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με έρευνες το 87% των καταναλωτών όταν βρίσκει στα σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά σε σχέση με τα εισαγόμενα, όμως αυτό αφορά την πρόθεση αγοράς και όχι την τελική επιλογή που καθορίζεται από πλήθος παραγόντων, με κυριότερο την τιμή του προϊόντος έναντι του αντίστοιχου ξένου.
Επίσης, όταν ένας μεγάλος λιανεμπορικός όμιλος περιορίζει σημαντικά τη λίστα με τους προμηθευτές του, αυτό έχει οδυνηρές συνέπειες για τους εγχώριους παραγωγούς. Το γεγονός αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό από το ότι, σε μεγάλη γκάμα προϊόντων οι καταναλωτές έχουν να επιλέξουν μόλις ανάμεσα σε δύο προϊόντα, ένα ξένο και ένα ελληνικό, στο ράφι.
Έτσι, η ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων σκοντάφτει στο μικρό τους μέγεθος που δυσκολεύει την προώθηση και προβολή τους, και κυρίως στα εμπόδια που ορθώνει η φορολογική πολιτική και το τσουχτερό μεταφορικό και ενεργειακό κόστος, που καθιστούν δύσκολη την προώθηση των ελληνικών προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές.
Οι ισορροπίες στην αγορά μοιάζουν να ακροβατούν σε πολύ λεπτό σκοινί, καθώς οι μεγάλοι λιανεμπορικοί όμιλοι με στόχο τη ρευστότητα και οι μικροί την επιβίωση, επεκτείνουν τον χρόνο αποπληρωμής των προμηθευτών τους, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει τους 12 μήνες. Με τις φορολογικές και δανειακές υποχρεώσεις των τελευταίων όμως να «τρέχουν», οι προμηθευτές ασφυκτιούν και, από τη στιγμή που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις τους, τα κανόνια σκάνε εισάγοντας την αγορά σε έναν φαύλο κύκλο. Από την πλευρά τους, οι μεγάλοι χονδρέμποροι και οι βιομηχανίες κόβουν τις πιστώσεις παύοντας να προμηθεύουν µε πολλά προϊόντα τους τις αλυσίδες, ενώ και οι ίδιοι οι μεγάλοι όμιλοι του λιανεμπορίου μειώνουν την αποθήκη τους, περιορίζουν δηλαδή τα αποθέματά τους, για να βελτιώσουν τη ρευστότητα τους.
Ένας φαύλος κύκλος που δεν οδηγεί παρά μόνο στην εξάλειψη των ελληνικών προϊόντων, αναγκάζοντας τους έλληνες καταναλωτές να στρέφονται στα εισαγόμενα, πολλές φορές όχι από πρόθεση, αλλά λόγω φθηνότερων τιμών, που οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις αδυνατούν να ακολουθήσουν για λόγους που έχουμε επισημάνει πολλές φορές από αυτή εδώ τη στήλη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά τους.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr