Πιο συγκεκριμένα, η βιομηχανία που υπέστη τη μεγαλύτερη ζημιά, από την απαγόρευση χρήσης των προϊόντων της σε δημόσιους χώρους, η καπνοβιομηχανία, μείωσε ήδη τις τιμές των τσιγάρων πολυτελείας κατά 0,30 ευρώ στο πακέτο των 4.00 ευρώ. Απορροφώντας, προφανώς, μέρος των αυξήσεων στους ειδικούς φόρους που της έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια. Λογικά, και υπο της παρούσες, δυσκολες οικονομικές συνθήκες, αυτό έπρεπε να είχαν ήδη κάνει οι βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών και δη των τροφίμων, οι οποίες προφανώς είναι «στον κόσμο τους». Ή μάλλον, θα έλεγα πως έχουν ένα μοναδικό τρόπο λειτουργίας! Δεδομένου, ότι αντί να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους, προχωρούν σε downsizing του λειτουργικού τους κόστους –και καλά κάνουν– αλλά μόνο προκειμένου να διαφυλάξουν τα κέρδη τους, για να μην αναφερθούμε σε ορισμένες πολυεθνικές που βγάζουν τα κέρδη τους εκτός Ελλάδας.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές από αυτή τη στήλη, στην ανάγκη μείωσης των τιμών, ειδικά σε αυτά τα προϊόντα. Αλλά έχω την αίσθηση ότι είμαστε μια ακόμα «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνουν ορισμένες βιομηχανίες; Δεν ξέρουν ότι οι μισθοί και οι συντάξεις του πυρήνα της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (δηλαδή της μεσαίας και χαμηλής τάξης), μειώθηκαν κατά 30%, με αποτέλεσμα να στενάζουν οι τάξεις αυτές υπό το βάρος των πολλαπλών αυξήσεων στα προϊόντα πρώτης ανάγκης;
Τι δεν καταλαβαίνουν, επίσης, τα περισσότερα καφέ, μπαρ και εστιατόρια; Εκπρόσωποι των τελευταίων, μάλιστα, δηλώνουν ότι προτιμούν να αγοράζουν εισαγόμενα λαχανικά και φρούτα, διότι τα ελληνικά είναι ακριβά, ενώ από την άλλη, οι τιμές των εδεσμάτων στα μενού τους αγγίζουν τα όρια της κοροϊδίας. Το ίδιο ισχύει και για τα μπαρ και καφέ. Δεν αντιλαμβάνονται οι ιδιοκτήτες τους, ότι είναι παράλογο να χρεώνουν ένα ποτήρι ουίσκι προς 8-10 ευρώ, και στα νησιά μέχρι και 12 ευρώ, τη δε μπύρα 6 ευρώ, ενώ στην ίδια τιμή χρεώνουν ένα ποτήρι house wine, που συνήθως είναι από τη Χιλή ή τη Ρουμανία, και η τιμή αγοράς -του μπουκαλιού- δεν ξεπερνάει τα 2 ευρώ. Ας σοβαρευτούμε επιτελούς.
Πως δηλαδή οι καπνοβιομηχανίες αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων, για να ανακόψουν την πτώση των πωλήσεων τους και στις επιχειρήσεις τροφίμων δεν «ιδρώνει» το αυτί τους. Και εδώ θα ήθελα να επισημάνω τα εξής: η απαγόρευση της διαφήμισης των προϊόντων καπνού στα ΜΜΕ, όχι μόνο επηρέασε αρνητικά τις πωλήσεις των προϊόντων αυτών, αλλά αποτέλεσε, επίσης, την απαρχή της διολίσθησης της διαφημιστικής δαπάνης στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ενώ τα υψηλότατα budget που διέθεταν για τη διαφήμιση των προϊόντων τους, διασφάλιζαν και ενίσχυαν με χιλιάδες θέσεις εργασίας ανειδίκευτους και μη εργαζόμενους, σε μια αλυσίδα άλλων «βιομηχανιών».
Βέβαια, από μία πλευρά, οι κυβερνήσεις δικαιολογημένα απαγόρευσαν τις διαφημίσεις στα ΜΜΕ των προϊόντων καπνού, για λόγους υγείας των καταναλωτών, αλλά και για οικονομικούς λόγους, με το βάσιμο επιχείρημα ότι το κόστος για τη δαπάνη στην υγεία είναι βαρύ. Φαίνεται, όμως, ότι το κόστος των 200.000 συντάξεων μαϊμού (περ. 1 δισεκ. ευρώ), θεωρείτο ορθό, μέχρι η κυβέρνηση του κ. Παπαδήμου, η μόνη ίσως που έβαλε κάποια τάξη, να το ξεσκεπάσει. Από την άλλη, το κόστος που είχε η στεναχώρια και το άγχος επιβίωσης στην υγεία των εργαζομένων σε αυτό τον κλάδο, που έμειναν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς δουλειά, θεωρήθηκε από τις κυβερνήσεις ως «παράπλευρη απώλεια». Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά γιατί θα κατηγορηθούμε για προπαγάνδα υπέρ των καπνοβιομηχανιών και των διαφημιστών...
Είναι πολύ σημαντικό οι επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών πρώτης ανάγκης, να κατανοήσουν, ότι δεν μπορούν να έχουν τον «σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη». Και επιβάλλεται να προχωρήσουν στη δημιουργία νέων προϊόντων, με χαμηλότερες τιμές, που θα είναι πιο προσιτές στους αδύναμους καταναλωτές, διαχειριζόμενοι ταυτόχρονα τα υπάρχοντα κόστη για τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προχωρήσουν σε μειώσεις όπως κάνουν ήδη οι καπνοβιομηχανίες – βοηθώντας με τον τρόπο αυτό, τόσο τους καταναλωτές να ενισχύσουν το καλάθι τους, όσο και τις ίδιες να διατηρήσουν τις πωλήσεις τους σε ικανοποιητικά επίπεδα. Και αν δεν το κάνουν οι επιχειρήσεις ας επέμβει η Κυβέρνηση, στο βαθμό που μπορεί.
Όσον αφορά την προσπάθεια της «προώθησης των ελληνικών προϊόντων και επιχειρήσεων», που παροτρύνει τους Έλληνες καταναλωτές μέσω συχνών τηλεοπτικών διαφημίσεων, να αγοράζουν τα «ελληνικά» προϊόντα, για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις που τα διαθέτουν στην αγορά, κατά τη γνώμη μου, πρώτα πρέπει να ορίσουν ποιες παράγουν αμιγώς ελληνικά προϊόντα, και ποιες εισάγουν και τα μεταποιούν. Όπως, επίσης, πρέπει να τους απασχολήσει σοβαρά το γιατί οι καταναλωτές επιλέγουν, δικαιολογημένα, να αγοράζουν προϊόντα εισαγωγής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr