Η αυξανόμενη κατανάλωση και οι επενδύσεις στην κινεζική οικονομία, μπορούν να βελτιώσουν και να εξισορροπήσουν τις εμπορικές σχέσεις με τις αναπτυγμένες οικονομίες. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Κίνα, ή σχεδιάζουν να εισέλθουν σε αυτή, έχουν όλο και μεγαλύτερες ευκαιρίες όσο επιταχύνεται η μετάβαση της οικονομίας από μεταποιητικό κέντρο σε βασική καταναλωτική αγορά.
Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το McKinsey Global Institute, σε σχετική μελέτη του που δημοσίευσε πρόσφατα, ανέπτυξε ένα νέο τρόπο μέτρησης του ρόλου της ανάπτυξης των εξαγωγών στη συνολική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι εξαγωγές έδωσαν μεγάλη ώθηση στη συνολική ανάπτυξη της χώρας αυτής, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται στην εσωτερική αγορά της Κίνας, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα. Πράγματι, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως υπάρχει μεταστροφή προς την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη. Η εικόνα που σήμερα ξεπροβάλει για την κινεζική οικονομία έχει επιπτώσεις για την ανάπτυξη και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων στην αλυσίδα διανομής (supply chain) τόσο στην Κίνα όσο και αλλού.
Τα επιχειρήματα για την αληθινή φύση της οικονομικής εξάρτησης της Κίνας από τις εξαγωγές βασίζονται στη δυσκολία της κατάλληλης μέτρησης του εξαγωγικού τομέα. Ο παραδοσιακός τρόπος μέτρησης, που χρησιμοποιούν τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι περισσότεροι αναλυτές, είναι η αύξηση των συνολικών εξαγωγών ως ποσοστό της αύξησης του ΑΕΠ. Η μέτρηση αυτή υποδηλώνει ότι η αύξηση των εξαγωγών, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, από σχεδόν 40% της συνολικής αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ από το 1990, να αυξάνεται στο 60% από το 2000 και μετά.
Ωστόσο, οι δείκτες αυτοί αντανακλούν τον κυρίαρχο και αυξανόμενο ρόλο των εξαγωγών, ενώ το γεγονός ότι η Κίνα ήταν από τις ελάχιστες χώρες που γλύτωσαν τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική ύφεση το 2008 – 09, χωρίς σημαντική οικονομική επιβράδυνση, υποδεικνύει ότι η εσωτερική ανάπτυξη παίζει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πολλοί οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν ένα πολύ διαφορετικό τρόπο μέτρησης, δηλαδή: αύξηση σε καθαρές εξαγωγές (συνολικές εξαγωγές μείον συνολικές εισαγωγές) ως ποσοστό της αύξησης του ΑΕΠ. Με αυτή τη μέτρηση, οι εξαγωγές συνεισέφεραν μόνο 10% - 20% στην κατά 10% ετήσια αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια.
Στη McKinsey θεωρούν πως και οι δύο αυτές μετρήσεις είναι παραπλανητικές. Χρησιμοποιώντας τις συνολικές εξαγωγές, παραλείπεται το γεγονός ότι πολλές από τις εξαγωγικές φορτώσεις της Κίνας, περιλαμβάνουν ένα αριθμό εισαγομένων προϊόντων, τα οποία επανασυναρμολογούνται συνδυαζόμενα με εγχώριο περιεχόμενο, ή τροποποιούνται διαφορετικά πριν εξαχθούν. Έτσι, δεν αφαιρούνται οι εισαγωγές αυτές από το συνολικό μέγεθος των εξαγωγών, με αποτέλεσμα να μεγαλοποιείται η αξία των εξαγωγών που υπολογίζεται ότι συνεισφέρει στο ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, μία αυστηρά καθαρή μέτρηση (εξαγωγές μείον εισαγωγές), υποτιμά τη συνεισφορά των εξαγωγών στο ΑΕΠ, διότι πολλές εισαγωγές δεν γίνονται για να πωληθούν στους Κινέζους καταναλωτές αλλά για να επανεξαχθούν.
Η McKinsey, χρησιμοποίησε ένα τρόπο μέτρησης τον οποίο ονομάζει «εγχώριες προστιθέμενης αξίας εξαγωγές - DVAE (Domestic Value-Added Exports)» για να εκτιμήσει επακριβώς το ρόλο των εξαγωγών στην ανάπτυξη του ΑΕΠ. Το DVAE είναι αυτό που μένει αφού αφαιρεθούν από το σύνολο των εξαγωγών μόνο οι εισαγωγές που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, τα οποία στη συνέχεια εξάγονται. Για παράδειγμα στα αυτοκίνητα, οι εισαγωγές ολοκληρωμένων προϊόντων δεν αφαιρούνται από τις εξαγωγές στη μέτρηση της McKinsey, αλλά, αντιθέτως, αφαιρούνται τα τμήματα των κινητήρων που εισάγονται για την παραγωγή μοτοσυκλετών, οι οποίες κατόπιν εξάγονται.
Συνήθως οι κυβερνήσεις δεν επιμερίζουν τις συνολικές εισαγωγές σε αυτές που χρησιμοποιούνται εγχώρια, για παραγωγή, επένδυση ή κατανάλωση, και σε αυτές που χρησιμοποιούνται για εξαγωγές. Και φυσικά η Κίνα δεν αποτελεί εξαιρεί. Έτσι, η McKinsey, υπολόγισε το DVAE της Κίνας, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τρεις διαφορετικές πηγές, καθεμία από τις οποίες έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και περιορισμούς. Τα αποτελέσματα υπήρξαν αξιοσημείωτα λογικά και φώτισαν συλλήβδην την εξέλιξη των στρατηγικών της αλυσίδας διανομής, την κινεζική κατανάλωση, αλλά και την κινεζική οικονομική απόδοση κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
Συμπερασματικά, ο εξαγωγικός τομέας στην Κίνα συνεισέφερε από 19% έως 33% στην αύξηση του συνολικού ΑΕΠ, μεταξύ των ετών 2002 με 2008. Αυτό είναι μόνο το μισό από το ποσοστό που υποδεικνύει ο παραδοσιακός τρόπος μέτρησης των εξαγωγών.
Με άλλα λόγια, η ανάλυση DVAE υποδηλώνει ότι οι εξαγωγές υπήρξαν σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης της Κίνας, αλλά όχι ο σημαντικότερος. Και αυτό που κοινώς υποτιμάται, είναι ο ρόλος της εσωτερικής κατανάλωσης στην ανάπτυξη της χώρας αυτής.
Κάθε κινεζική ή πολυεθνική επιχείρηση που παράγει αγαθά στην Κίνα και τα εξάγει κυρίως σε άλλες χώρες, πρέπει να αναρωτηθεί αν χρειάζεται να κλιμακώσει την εσωτερική της στρατηγική, για να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Αυτό περιλαμβάνει τη λεπτομερή κατανόηση της κινεζικής αγοράς, τη δημιουργία προϊόντων ελκυστικών στον κινέζο καταναλωτή και την ανακάλυψη αποτελεσματικών τρόπων διανομής των προϊόντων αυτών. Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού από ισχυρές κινεζικές επιχειρήσεις!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr