Τα μόνα παράπονα που είχα ήταν από τον πατέρα μου:
Πρώτον, γιατί δεν είχαμε δεύτερη τηλεόραση και όταν η ΕΡΤ2 μετέδιδε τις συνεδριάσεις της Βουλής ήμασταν αναγκασμένοι να βλέπουμε κι εμείς (εγώ κι ο αδερφός μου, μεγαλύτερος κατά 4 χρόνια) εκείνους τους κυρίους με τα σακάκια που δεν καταλαβαίναμε καθόλου για τι πράγμα μιλούσαν. Ή να πάμε για διάβασμα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…
Δεύτερον, γιατί ο πατέρας μου δεν γούσταρε καθόλου να βλέπει αθλητικά. Ούτε ποδόσφαιρο, ούτε μπάσκετ, τίποτα. Το να με πάει στο γήπεδο, εντάξει το είχα ξεγράψει. Αλλά τουλάχιστον να βλέπαμε έναν αγώνα στην τηλεόραση, πατέρας και γιος… Ανένδοτος!
Τελικά, τον βρήκε τον δάσκαλό του εκείνο το καλοκαίρι… Εν μέσω καύσωνα κι ενώ ανησυχούσαμε μην πάθουν τίποτα ο παππούς και η γιαγιά.
Έπεσα από τα σύννεφα, όταν γύρισε από το γραφείο και μου είπε ότι απόψε παίζουμε με την Ιταλία και πρέπει οπωσδήποτε να δούμε τον αγώνα. Αν η Εθνική Ελλάδας νικούσε θα πέρναγε στα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ. Ρε, μπας και τον πείραξε η ζέστη;
Όχι, ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά είχαν κάνει τη δουλειά…
Μια χαρά τα πήγαμε με τους Ιταλούς και τώρα η Γιουγκοσλαβία. Εντάξει, θα χάσουμε, αλλά ήδη είχαμε καταφέρει πολλά. Εγώ στο μεταξύ, μαζί με τον αδερφό είχαμε ήδη αρχίσει να παίζουμε αυτοσχέδιο μπασκετάκι μέσα στο δωμάτιο. Στον κάδο των σκουπιδιών, με μπαλάκια τένις.
Ο Ηλίας είχε διαλέξει τον Γκάλη και σαν μεγαλύτερος που ήταν δεν μπορούσα να διεκδικήσω αυτή την τιμή. Εμένα με φώναζε Γιαννάκη. Στην αρχή χάρηκα αλλά μετά κατάλαβα ότι το έλεγε για να με κοροϊδέψει, επειδή ήμουν κλαψιάρης. Έτσι κι εγώ διάλεξα τελικά τον Φάνη, τον «Μπέμπη». Έκοβε το μάτι μου από τότε στα μπασκετικά.
Όσο για τη μάνα μας που ερχόταν κάθε τρεις και λίγο να δει μην έχουμε σπάσει κανά τζάμι στο δωμάτιο, της άρεσε ο Καμπούρης. Ο «Αργυράκος» της. Είχε παράξενα γούστα. Ίσως γι` αυτό ακόμα και τώρα που επιμένει πως εγώ και ο Ηλίας είμαστε οι ωραιότεροι άνδρες στον πλανήτη Γη δεν την πιστεύουμε…
Μ` αυτά και μ` αυτά ήρθε η ώρα του ημιτελικού, απέναντι στον υπέροχο Ντράζεν, που τότε ομολογώ μισούσα. Που να `ξερα πως αργότερα θα τον λάτρευα.
Με κάποιο μαγικό τρόπο κερδίσαμε και τότε ο επαναλαμβάνω «άσχετος» και αδιάφορος περί αθλητικών μπαμπάς, μας παίρνει να κατέβουμε Ομόνοια για να πανηγυρίσουμε. Έτσι, για τη φάση. Και μετά στο Σύνταγμα στο συντριβάνι. Βρε, πώς άλλαξε έτσι αυτός;
14 Ιουνίου 1987. Εντάξει, δεν άλλαξε τόσο ο πατέρας μου που να μας πάει στο γήπεδο, αν και έψαξε για εισιτήρια και δεν βρήκε ο κακομοίρης. Δεν πειράζει, παρέα με τον Φίλιππα Συρίγο θα τον απολαύσουμε μια χαρά τον τελικό. Αγκαλιά με τον μπαμπά στον καναπέ.
Τζάμπολ και πάμε… Το σπάσιμο του Γκάλη απέναντι σε ολόκληρη τη Σοβιετική πεντάδα. Η αγκωνιά του Τσατσένκο στον Γιαννάκη. Οι άμυνες και τα τρίποντα του Φάνη, οι τάπες του Φασούλα. Οι βολές του Ανδρίτσου που μας κράτησαν ζωντανούς και πήγαμε στην παράταση.
Και φυσικά στο τέλος, ο Αργυράκος. Ήρωας από το πουθενά! Και ξαφνικά πάλι η μάνα μας είχε το πάνω χέρι. Όπως γενικώς μέσα στο σπίτι. Τι σου είναι αυτές οι γυναίκες;
Η μπάλα στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα. 103-101… Και Τιρινίνιιιιιιι!
Την επόμενη μέρα, σε ένα από τα καταστήματα με τα αθλητικά στη Θεμιστοκλέους, δίπλα από το γραφείο του μπαμπά, πήρα την πρώτη μου πορτοκαλί μπάλα και πέρασα το καλοκαίρι στο γήπεδο του μπάσκετ. Αρχικά, στο γηπεδάκι της γειτονιάς μας στο Μετς και έναν μήνα αργότερα στο χωριό που πήγαμε για διακοπές. Έστησαν κι εκεί σε χρόνο ρεκόρ ένα γηπεδάκι με μία μπασκέτα. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν… λαϊκή απαίτηση.
Τριάντα χρόνια μετά, η μπάλα αυτή ακόμα αναπηδάει. Δεν πρέπει και δεν θέλει να επαναπαυθεί στο ένδοξο παρελθόν της, όπως συνηθίζεται εδώ στην Ελλάδα. Θέλει να συνεχίσει το ταξίδι από γενιά σε γενιά και να μοιράζει αδιάκοπα και ακούραστα το μήνυμα ότι μπορούμε. Κι αν ακόμα δεν μπορούμε, αξίζει να προσπαθούμε.
Όπως όλοι σε τούτο τον μάταιο κόσμο, έτσι κι εμείς. Κατοικούμε πια σε μία Ελλάδα ηττημένη κι αυτό πρέπει να αλλάξει. Όπως άλλαξε τις ζωές μας, στο βαθμό που μπορούσε, εκείνη η τρελή παρέα που δεν είχε όρια στα όνειρά της.
Κι αυτοί, μέχρι εκείνο το καλοκαίρι συνέχεια έχαναν. Και μετά από αυτό το καλοκαίρι ποτέ δεν ήρθαν ξανά πρώτοι. Αλλά είχαν κάνει το καλύτερο που μπορούσαν. Είχαν ζήσει τη στιγμή.
Είχαν χαρεί, είχαν προσφέρει χαρά, είχαν αγαπήσει και αγαπηθεί.
Το ένδοξο παρελθόν πρέπει να έχει τη μορφή κινήτρου για νέες νίκες ή για νέες συντριβές (παραφράζοντας τις Τρύπες), δεν έχει σημασία. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε δάφνες για να καθόμαστε επάνω…
«Δεν ειν' αργά δεν ειν' αργά ποτέ
Φτάνει να θέλεις να επιμένεις να πιστεύεις
Για νέες ήττες για νέες συντριβές
Για όσα ποθείς μονάχα αξίζει να παλεύεις
Κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr