Αυτό μοιάζει παράδοξο αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί, η ανεργία υψηλή, η μέση κατά κεφαλήν αποταμίευση εξαιρετικά χαμηλή, τα τραπεζικά δάνεια περιορισμένα και σχετικά ακριβά. Όμως υπάρχουν τρεις παράγοντες που εξηγούν αυτή την άνοδο. Πρώτον η αύξηση του κόστους των υλικών κατασκευής που οφείλεται στην άνοδο των μετάλλων στις διεθνείς αγορές, δεύτερον η διεθνής ζήτηση για σπίτια στην Ελλάδα και τρίτον η παραοικονομία.
Η διεθνής ζήτηση προέρχεται αφενός από ξένους που αγοράζουν σπίτια στην Ελλάδα για να μείνουν και να εργάζονται από εδώ, από ξένους που επενδύουν σε αγορές ακινήτων για ενοικίαση βραχυχρόνιας μίσθωσης και από πωλήσεις σπιτιών για την απόκτηση της χρυσής βίζας.
Όσον αφορά στους Έλληνες αγοραστές, είτε είναι άνθρωποι με πολλά χρήματα (άσπρα και μαύρα) είτε κάποιοι που χρησιμοποιούν συνδυασμό οικογενειακής αποταμίευσης και δάνειο για να πάρουν κυρίως μικρά διαμερίσματα.
Όπως και να έχει, το επίπεδο των τιμών των ακινήτων είναι εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με κάποια άλλα οικονομικά μεγέθη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αγορά ακινήτου, πχ με τις αποζημιώσεις εφάπαξ. Παραδοσιακά στην Ελλάδα το εφάπαξ χρησιμοποιείτο από πολλούς ως βάση και συμπληρωνόταν με ένα μικρό δάνειο που μπορούσε να πληρωθεί από τη σύνταξη, για την αγορά ενός μικρού διαμερίσματος για τα παιδιά και τα εγγόνια. Σήμερα με το ύψος του εφάπαξ - για όποιον δικαιούται - δεν αγοράζεις ούτε ένα δωμάτιο ενός μικρού διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας.
Συνεπώς τα χρήματα για την αγορά ακινήτου προέρχονται από αλλού και φυσικά η αγορά ενός ακινήτου δεν είναι μια δυνατότητα που έχει πλέον ο καθένας. Ελάχιστοι διαθέτουν την αναγκαία αποταμίευση, ελάχιστοι διαθέτουν τα εισοδήματα που επιτρέπουν την πληρωμή της μηνιαίας δόσης ενός στεγαστικού δανείου χωρίς να μειώνουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο του δανειζόμενου.
Όλα αυτά βεβαίως αφορούν τα δηλωμένα στην εφορία εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις που βρίσκονται στις τράπεζες και όχι την παραοικονομία. Όμως πέραν αυτών, προφανώς υπάρχουν μεγάλα εισοδήματα που δεν δηλώνονται από πλήθος πολιτών και όχι μόνο ελεύθερων επαγγελματιών, όπως θεωρεί ο υπουργός Οικονομικών, αλλά και μισθωτών - του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα - που έχουν και μια δεύτερη δουλειά και πληρώνονται με μαύρα. Οι αποταμιεύσεις που είχαν μέχρι σήμερα όλοι αυτοί σε μετρητά, θα μπούν αναγκαστικά σταδιακά στο τραπεζικό σύστημα για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αγορά ακινήτου, αφού πλέον δεν επιτρέπεται να γίνει αγορά ακινήτου με μετρητά.
Παράλληλα με την αύξηση των τιμών, η μάλλον μια από τις αιτίες της αύξησης των τιμών, είναι η μείωση της προσφοράς ακινήτων η οποία διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια. Η έλλειψη ακινήτων οφείλεται κυρίως στην διεθνή ζήτηση. Η Αθήνα έχει γίνει τουρισμός προορισμός σε δωδεκάμηνη βάση και παράλληλα πολλοί ξένοι - συμπεριλαμβανομένων ευρωπαίων πολιτών - προτιμούν να ζουν εδώ λόγω κλίματος και συγκριτικά χαμηλού κόστους ζωής σε σχέση με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, διατηρώντας τις εργασίες τους στο εξωτερικό και τις πολύ υψηλότερες από τις ελληνικές, αμοιβές τους. Η τηλεεργασία μετά τον κόβιντ συνέβαλε καθοριστικά σε αυτή την ενδοευρωπαική μετανάστευση που έχει την ιδιομορφία, ο μετανάστης να είναι και να νιώθει πλουσιότερος από τον ντόπιο εργαζόμενο. Αυτό ισχύει για τους ευρωπαίους που ζουν στην Ελλάδα αλλά εργάζονται για ξένες επιχειρήσεις. Οι μισθοί των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ χαμηλότεροι από αυτούς των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ενώ το κόστος ζωής παρά τον υψηλότερο εγχώριο πληθωρισμό, είναι χαμηλότερο από τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όλοι αυτοί φυσικά συμβάλουν στη μείωση της προσφοράς ακινήτων και στην διαμόρφωση ενός ασφυκτικού προβλήματος έλλειψης ακινήτων για νέους Έλληνες εργαζόμενους.
Η έλλειψη ακινήτων δεν εμφανίζεται μόνο στις τιμές αγοράς ακινήτων αλλά και στα ενοίκια τα οποία είναι σχεδόν αδύνατο να πληρωθούν από χαμηλόμισθους και νέους εργαζόμενους. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν αδύνατον να βρει κανείς να νοικιάσει με λιγότερα από 400 ευρώ μια γκαρσονιέρα στην Αθήνα και όταν ο καθαρός μισθός είναι 700 - 800 Ευρώ, δεν μένουν χρήματα για την πληρωμή λογαριασμών και την αγορά των αναγκαίων προϊόντων και τροφίμων. Τα ενοίκια στην Αθήνα αυξάνονται με ρυθμό 12-15% φέτος.
Οι ενοικιάσεις βραχυχρόνιας μίσθωσης πιέζουν ακόμη περισσότερο ανοδικά τα ενοίκια μεγεθύνοντας το πρόβλημα και αυτό δεν θα σταματήσει καθώς αυξάνεται η τουριστική κίνηση στην Αθήνα.
Η αύξηση του ορίου της χρυσής βίζας στα 800.000 στην Αθήνα και στις 500.000 σε άλλες περιοχές είναι ένα μέτρο στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί για να λύσει το πρόβλημα στέγασης. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες διέκοψαν τα προγράμματα χρυσής βίζας για να μειώσουν την πίεση την αγορά ακινήτων και η Κομισιόν έχει εκδόσει οδηγίες που συστήνει την απαγόρευση των προγραμμάτων από όλες τις χώρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες και εφόσον η διεθνής ζήτηση για ακίνητα στην Αθήνα παραμένει, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει υποχώρηση των τιμών των ακινήτων.
Αν βέβαια υπήρχαν κάποιες καλύτερες αποδόσεις για την αποταμίευση, δηλαδή αν οι καταθέτες έπαιρναν ένα αξιοπρεπές επιτόκιο κατάθεσης, πιθανόν κάποιοι να διατηρούσαν τις καταθέσεις τους, αντί να τις χρησιμοποιούν για αγορά ακινήτων. Όμως το επιτόκιο για τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου, που αποτελούν σχεδόν το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων των πολιτών, είναι μηδενικό και οι τράπεζες - για τα μάτια του κόσμου - δίνουν ένα επιτόκιο στις ελάχιστες υψηλές αποταμιεύσεις που υπερβαίνουν τις 200.000 ευρώ και υπό τον όρο ότι θα είναι κλειδωμένες για δυο χρόνια τουλάχιστον.
Η έλλειψη ακινήτων για ενοικίαση, τα πολύ υψηλά σε σχέση με τον μισθό ενοίκια και οι απρόσιτες τιμές αγοράς ακινήτων, δημιουργούν ασφαλώς κοινωνικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που θα εντείνεται και το οποίο αντιμετωπίζεται αναγκαστικά με την παραμονή των νέων στα οικογενειακά σπίτια μέχρι μεγάλη ηλικία. Και αυτό προκαλεί άλλου είδους προβλήματα στους ίδιους, αλλά στις κοινωνίες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος βλέπει αποκλιμάκωση του ρυθμού ανόδου τιμών και ενοικίων, αλλά αυτή η πρόβλεψη δεν έχει επιβεβαιωθεί σε βάθος χρόνου.
Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει μέτρα στεγαστικής πολιτικής κυρίως για τους νέους και για τη χρυσή βίζα και μένει να δούμε ποια θα είναι η απόδοση τους. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει μια συνολική στεγαστική πολιτική σχεδιασμένη σε βάθος χρόνου που να μπορεί να ισορροπεί τις τάσεις της αγοράς και αυτό είναι κάτι με το οποίο η κυβέρνηση - και τα κόμματα της αντιπολίτευσης - πρέπει να ασχοληθούν περισσότερο, διότι δεν μοιάζει να είναι ένα προσωρινό πρόβλημα, αλλά φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr