Μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αναφερθεί στο πόσα χρήματα θα πάρουμε αλλά αναμένεται ότι θα πάρουμε περισσότερα από όσα μας αναλογούν κανονικά με βάση τη συνεισφορά μας στην οικονομία της Ευρώπης, δηλαδή περισσότερα από 7 δισ Ευρώ. Είναι φυσικά πάρα πολύ σημαντικό να πάρουμε όσα μπορούμε παραπάνω και σε αυτό θα κριθεί η διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης, χωρίς να θεωρούμε ότι μπορεί να κάνει θαύματα, διότι με τα λεφτά θαύματα δεν γίνονται. Ο κίνδυνος είναι ότι με τη μουτζούρα του απείθαρχου και την σφαλιάρα των μνημονίων, ίσως οι διαπραγματευτές μας είναι λίγο μουδιασμένοι και θέλουν να κάνουν τα καλά παιδιά και τον καλό τον μαθητή. Θα είναι μέγα λάθος. Πληρώσαμε τις ανοησίες μας με το αίμα μας τα χρόνια των μνημονίων, αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να τους αφήνουμε να μας σφαλιαρίζουν διαρκώς.
Η διαπραγματευτική ικανότητα λοιπόν θα κριθεί από το πόσα θα πάρουμε από αυτά και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης από το πως θα τα αξιοποιήσει Διότι αν αρχίσει να κάνει δώρα στην πλάτη των φορολογουμένων σε διάφορες επιχειρήσεις “εθνικής” δήθεν, σημασίας, χαθήκαμε. Οι πληροφορίες που έχουμε, αλλά δεν είναι ώρα να τις σχολιάσουμε πριν ανακοινωθούν επισήμως, δεν είναι ενθαρρυντικές. Και το κριτήριο θα είναι να δούμε πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση τις ενισχύσεις της Aegean, της επονομαζόμενης καταχρηστικά και “εθνικού αερομεταφορέως”, που είναι απλώς ένα σκληρό ιδιωτικό μονοπώλιο και δικαιούται μεν ενισχύσεως όπως όλοι όσοι επλήγησαν αλλά δεν δικαιούται ειδικής συμπεριφοράς και “δωρων” που θα πληρώσουν οι φορολογούμενοι. Κάτι πρέπει να δώσει η επιχείρηση έναντι της ενίσχυσης και περιμένουμε εναγωνίως να δούμε τι θα είναι αυτό.
Για να επανέλθουμε όμως στο θέμα των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει και πολύ καλά μέχρι στιγμής. Δεδομένου ότι εξαιτίας του κορονοϊού τα πράγματα στην Ευρώπη χαλάρωσαν με το Σύμφωνο σταθερότητας, θα έπρεπε η κυβέρνηση πέραν των οικονομικών ενισχύσεων που έδωσε - και ορθώς τις έδωσε - να δει τι θα κάνει για να βοηθήσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Και αυτό αφορά πρωτίστως τον Πρωθυπουργό διότι από αυτόν προσωπικά περιμένουμε να δούμε αν θα μετακυλίσει το βάρος της ανάπτυξης από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Μόνο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και όχι από το κόμμα της ΝΔ η οποία επί Κώστα Καραμανλή αλλά και παλαιότερα ήταν πάντα ένα κόμμα κρατικοδίαιτων και κρατιστών, περισσότερο και από το ΠΑΣΟΚ. Και μη ξεχνάμε ότι όλα τα κόμματα της χώρας μαζί και στην πλάτη των φορολογουμένων φυσικά, πάσχιζαν επί μια δεκαετία να καθαρίσουν τα ελλείμματα και τα χρέη της πενταετίας Καραμανλή που φούντωσε το δημόσιο τομέα σε επίπεδο σκασίματος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης λοιπόν και μόνο αυτός, είναι ο πολιτικός που μπορεί να μειώσει τους φόρους για τις επιχειρήσεις, να μειώσει τις ασφαλιστικές εισφορές, να μειώσει το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία και να ενισχύσει τον ιδιωτικό τομέα για να φέρει ανάπτυξη. Μέχρι στιγμής το σκέφτεται, αλλά δεν το κάνει. Και δεν το κάνει επειδή “ρωτάει”. Ρωτάει τους ευρωπαίους για κάθε κίνηση στο πλαίσιο ουσιαστικά μιας χειρονομίας καλής θελήσεως, ή επειδή όλοι έχουμε εθιστεί στη σφαλιάρα επί δέκα χρόνια και αυτό είναι πολύ κακό. Όμως όταν ρωτάμε, μας οδηγούν στο δρόμο που θέλουν εκείνοι και όχι στο δρόμο που θέλουμε εμείς και εμείς δεν θέλουμε να πάμε εκεί που μας οδηγούν. Άλλη πορεία έχουμε χαράξει και άλλα πράγματα χρειαζόμαστε τώρα.
Με τη χαλάρωση του συμφώνου Σταθερότητας και μέχρι το τέλος του έτους, η κυβέρνηση πρέπει να παίρνει αποφάσεις χωρίς να ρωτάει. Βρισκόμαστε σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης και η κυβέρνηση κάθε χώρας πρέπει να σώσει την οικονομία της. Στην περίπτωση της Ελλάδας η σωτηρία μπορεί να προέλθει μόνο από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων δηλαδή θα πρέπει να μειωθούν όλα τα κόστη που προκαλεί το κράτος στην οικονομία.
Το μπαλάκι λοιπόν τόσο των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους για το πόσα θα πάρουμε όσο και για το πώς θα τα μοιράσουμε, αλλά και για το ποια μέτρα είναι ευκαιρία να περάσουμε τώρα άμεσα για να εξασφαλίσουμε ταχεία ανάπτυξη το 2021 και μετά, βρίσκεται στα χέρια προσωπικά του Πρωθυπουργού. Όλες αυτές οι αποφάσεις είναι αποφάσεις Μαξίμου και όχι των επιμέρους υπουργείων.
Και πολιτικά ακόμη, παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία που είχε η κυβέρνηση στη διαχείριση του πρώτου κύματος του κορονοϊού, ας μην έχει καμία αμφιβολία ότι γαι να συνεχίσει να διατηρεί με το μέρος της την κοινή γνώμη, πρέπει να ενισχύσει την οικονομία. Όχι μόνο σε επίπεδο λαϊκίστικων παροχών - που όλα τα κόμματα είναι εξπέρ σε αυτό - αλλά και σε επίπεδο μόνιμων αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων.
Αν δεν τις κάνει ο Μητσοτάκης τώρα - χωρίς να ρωτάει συνέχεια αν μας το επιτρέπουν οι Ευρωπαίοι - δεν θα το κάνει κανένας άλλος από τους 300 της Βουλής, ούτε τώρα ούτε αργότερα. Και θα χαθεί η ευκαιρία διότι η Ευρώπη, ενώ δίνει πολύ δύσκολα, αποφασίζει πολύ εύκολα για το συμμάζεμα της οικονομίας και μόλις τελειώσει η χρονιά, οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί, οι Φινλανδοί, θα αρχίσουν όλοι μαζί να κραυγάζουν “μαζευτείτε”. Και τότε δεν θα μπορεί να περάσει τις γενναίες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Ή τώρα, ή ποτέ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr