Με τα αποτελέσματα των εκλογών να επιτρέπουν μεν την διατήρηση της κυβέρνησης συνεργασίας στην εξουσία, αλλά και με τα δυο κόμματα να εισπράτουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, οι δυο πρόεδροι δεν έχουν και πολλά περιθώρια διατήρησης της πολιτικής λιτότητας. Απο τη μία λοιπόν πιέζονται από τις Βρυξέλες να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη δημιουργία πλεονασμάτων, από την άλλη όμως πιέζονται ασφυκτικά από τους πολίτες να διορθώσουν τις αδικίες και τα λάθη των μνημονίων και να δώσουν δουλειές και εισοδήματα.
Πώς μπορούν να πετύχουν και τους δυο στόχους;
Η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να επενδύσουν όλες τις δυνάμεις τους στην ανάπτυξη της οικονομίας απορροφώντας όσο το δυνατόν περισσότερα κονδύλια από τις Βρυξέλες και να εκμεταλευτούν κάθε δυνατότητα που τους παρέχει το πρωτογενές πλεόνασμα για να μειώσουν τους φόρους.
Η μείωση των φόρων είναι ουσιαστικά το βασικό εργαλείο που έχει η κυβέρνηση για να χαλαρώσει την πίεση προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις ελπίζοντας ότι αυτό θα ωθήσει και την ανάπτυξη μέσω της αύξησης της κατανάλωσης και των προσλήψεων. Παράλληλα, αν οι τράπεζες αρχίσουν να χρηματοδοτούν ξανά τις επιχειρήσεις θα διευκολύνουν και αυτές την ανάπτυξη η οποία όμως για να εδραιωθεί θα χρειαστεί και μεγάλα κεφάλαια από αναπτυξιακά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και στο ευνοικότερο σενάριο, ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης δεν θα γίνει εύκολα αντιληπτός στην τσέπη του πολίτη μέχρι τον Μάρτιο του 2015 που είναι η επόμενη κρίσιμη πολιτικά ημερομηνία για εκλογές λόγω της λήξης της θητείας του πρέδρου της Δημοκρατίας.
Ακόμη λοιπόν και στο ευνοικότερο σενάριο που καταφέρνει η κυβέρνηση να μειώσει λίγο τους φόρους και να διορθώσει μερικές από τις αδικίες της πολιτικής της, θα πρέπει παράλληλα να εξασφαλίσει πλεονάσματα στον προυπολογισμό και αυτό πορεί αν συμβεί μόνο με ριζικές μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αναγκαίο να πλήττουν τους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή να περιλαμβάνουν απολύσεις ή μειώσεις μισθών, είναι όμως αναγκαίο να περιορίζουν το κόστος του δημοσίου και παράλληλα να ευνοούν την αναπτυξιακή ρποσπάθεια. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν μέσω της κατάργησης άχρηστων οργανισμών του δημοσίου, μέσω αποκρατικοποιήσεων και κυρίως μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας η οποία προαπαιτεί σημαντική νομική δουλειά για να ξεκαθαρίσει το χαοτικό περιβάλλον που επικρατεί σήμερα σε κάθε επαφή του πολίτη ή των επιχειρήσεων με το κράτος. Η μείωση της γραφειοκρατίας θα αυξήσει σημαντικά την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, θα μειώσει το κ΄σοτος για όλους λκαι θα ευνοήσει την ανάπτυξη ενώ παράλληλα – και σημαντικόετρο όλων είναι αυτό – θα μειώσει τη διαφθορά στο δημόσιο.
Αυτή πρέπει να είναι λογικά η μόνη εφικτή πολιτική που μπορεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση με βάση τους περιορισμούς που έχει από τη μία λόγω Βρυξελών και από την άλλη λόγω της αναγκαίας χαλάρωσης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι όμως αν οι σαμαράς και Βενιζέλος είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια τέτοια πολιτική, αν οι βουλευτές και τα κομματικά στελέχη ανέχονται τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις που θίγουν πολύ συγκεκριμένα και ισχυρά συμφέροντα τν γραφειοκρατών και των πολιτικών και αν έχουν τον χρόνο να τα υλοποιήσουν όλα αυτά μέχρι τον Μάρτιο. Διότι η εύκολη λύση στα δικά τους μάτια, αυτή για την οποία πιέζουν τα κόμματα και η αντιπολίτευση είναι να αρχίσουν ξανά οι παροχές με στόχο την εξγαορά ψήφων. Και παροχές μπορούν να γίνουν μόνο με νέα δανεικά, τα οποία μπορεί η κυβέρνηση να βρεί προσωρινά από τις αγορές, αλλά αυτό θα τορπίλιζε κάθε προσπάεια εξυγίνασης του δημοσίου τομέα, αλλά και της οικονομίας γενικότερα.
Βρισκόαμστε λοιπόν σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και πολλά θα κριθούν από τα πρόσωπα που θα ανακοινωθούν με τον ανασχηματισμό, αλλά ακόμη περισσότερα θα κριθούν από την πολιτική που θα επιλέξει η κυβέρνηση η οποία βρίσκεται ήδη και θα παραμείνει σε προεκλογική περίοδο επί μακρόν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr