Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις αναγκαστικής πώλησης ή κατάσχεσης, ή απαλλοτρίωσης των περιουσιακών στοιχείων και εδώ μπαίνει ο ρόλος της Δικαιοσύνης, η οποία καλείται να παίξει ένα ρόλο δίκαιου προστάτη και να εξασφαλίσει ότι η κρίση δεν θα αποβεί μοιραία για όσους αναγκάζονται να πουλήσουν ή για όσους χάνουν την περιουσία τους. Αυτό αφορά πρωτίστως τις κατοικίες, των δανειοληπτών, αλλά και πολλές άλλες περιπτώσεις.
Για παράδειγμα κάποιες ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει πλειοψηφικά πακέτα σε ελληνικές επιχειρήσεις και προσπαθούν εν μέσω κρίσης να αποκτήσουν το σύνολο των μετοχών και να τις βγάλουν από το Χρηματιστήριο. Οι έλληνες μέτοχοι σε αυτή την περίπτωση εξαφανίζονται και το Χρηματιστήριο της Αθήνας χάνει κάποιες από τις καλύτερες εταιρίες του και περιορίζεται συνολικά η αξία του και το ενδιαφέρον των επενδυτών, ενώ ταυτόχρονα προκαλείται πρόβλημα στη χρηματοδότηση και την ανάπτυξη της οικονομίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι η εταιρία ΑΒ Βασιλόπουλος η οποία ανήκει κατά πλειοψηφία στη βελγική Delhaiz και κατά μειοψηφία σε μικρομετόχους και στους ιδρυτές της. Οι ιδρυτές και οι μικρομέτοχοι είναι αναγκασμένοι να πουλήσουν (υποχρεωτικά εκ του Νόμου) στη Delhaiz η οποία κατάφερε να συγκεντρώσει το 90% της εταιρίας. Η Delhaiz τους προσφέρει 35 ευρώ ανά μετοχή, ενώ στο παρελθόν η αξία της είχε βρεθεί σε πολλαπλάσια επίπεδα. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια την αξία μιας μετοχής εκτός από την ίδια την αγορά. Υπό νορμάλ συνθήκες η δίκαιη τιμή μιας μετοχής είναι αυτή στην οποία ο πωλητής δέχεται να πουλήσει και ο αγοραστής δέχεται να αγοράσει. Οι μέθοδοι αποτίμησης είναι απλώς «μπούσουλας» και βάση εκκίνησης για το παζάρι της συναλλαγής.
Όλα αυτά σε νορμάλ συνθήκες.
Όμως στην περίπτωση αυτή, οι συνθήκες δεν είναι νορμάλ, με την έννοια ότι η τιμή δεν καθορίζεται ώς αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης αλλά αποφασίζεται μονομερώς από τον αγοραστή και ο πωλητής αναγκάζεται να τη δεχθεί ή να προσφύγει στα δικαστήρια, όχι για να ακυρωθεί η πώληση που είναι αδύνατον, αλλά για να πετύχει μια καλύτερη τιμή για τις μετοχές του που «απαλλοτριώνονται». Δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε οι δικαστές εξάλλου αν η τιμή που προσφέρεται στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η δίκαιη ή είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη από τη δίκαιη. Και οι αγοραστές και οι πωλητές έχουν ειδικούς διεθνείς συμβούλους που υποστηρίζουν με οικονομικά επιχειρήματα τη λογική των τιμών. Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να κρίνει με αντικειμενικότητα περί της δίκαιης τιμής μιας αναγκαστικής συναλλαγής. Αυτό όμως που μπορεί ο καθένας να καταλάβει είναι ότι η Delhaiz και η κάθε Delhaiz εφόσον αποφασίζει να αγοράσει το σύνολο της επιχείρησης και να τη βγάλει από το χρηματιστήριο ώστε να εισπράττει στο διηνεκές χωρίς συνεταίρους όλα τα μερίσματα των κερδών, προφανώς εκτιμά ότι στο μέλλον θα υπάρχουν σημαντικά κέρδη. Είναι επίσης λογικό, να προσφέρει στον αναγκασμένο να πουλήσει μέτοχο, μια σχετικά χαμηλότερη αξία από αυτήν που προσδοκά ότι θα αποκομίσει από τα μελλοντικά κέρδη.
Όταν μιλάμε λοιπόν για τέτοιες περιπτώσεις, είτε είναι αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω χρεών, είτε αναγκαστική πώληση μετοχών, είτε κατασχέσεις, η δικαιοσύνη έχει τον κρίσιμο ρόλο της προστασίας του «αναγκασμένου πωλητή». Και είναι ένας ρόλος στον οποίο οι Έλληνες δικαστές δεν είναι συνηθισμένοι διότι στο παρελθόν δεν υπήρχαν συχνά τέτοιες περιπτώσεις. Καθώς όμως έρχεται κύμα παρόμοιων υποθέσεων, οι δικαστές θα πρέπει να προετοιμασθούν για τον ρόλο αυτό και να προστατεύσουν τους Έλληνες πολίτες – πωλητές, όσο τους επιτρέπει ο νόμος και η κρίση τους.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr