Η αδυναμία καταλογισμού φόρων και προστίμων σε εμπλεκόμενους με τη λίστα Λαγκάρντ, η οποία ασφαλώς περιλαμβάνει περιπτώσεις φοροδιαφυγής, αλλά και ο έλεγχος που έχει κάνει το υπουργείο Οικονομικών σε 12.000 περιπτώσεις εμβασμάτων που έφυγαν στο εξωτερικό, ακόμη και αυτός για τις υπερβολικές και αδικαιολόγητες καταθέσεις στην Ελλάδα που γίνεται από τις υπηρεσίες του υπουργείου, «κολλάει» καθώς ο κάθε ελεγχόμενος «δηλώνει» και «εξηγεί» όπως θέλει την προέλευση των αδικαιολόγητων χρημάτων του. Και αυτό γίνεται διότι όλοι αυτοί οι έλεγχοι αφορούν το παρελθόν και οι δικαιολογίες χάνονται στα βάθη του. Το υπουργείο Οικονομικών κινδυνεύει να μην εισπράξει τίποτα από τις παλιές περιπτώσεις φοροδιαφυγής, σε μια εποχή που έχει τεράστια ανάγκη εσόδων. Αναζητείται, λοιπόν, μια λύση που θα δίνει διέξοδο σε όλους όσοι «ξέχασαν» να δηλώσουν εισοδήματα και περιουσία να το κάνουν σήμερα. Η λύση είναι κάποιο κίνητρο, το οποίο όμως κολλάει στις αντιρρήσεις της τρόικας αλλά και του πολιτικού συστήματος, που φοβάται ότι θα κατηγορηθεί για χάρισμα χρημάτων στους φοροφυγάδες.
Το αδιέξοδο
Εγκλωβισμένη σε έναν κυκεώνα νόμων, πολιτικών αντιδράσεων, τεχνικής αδυναμίας, επικάλυψης αρμοδιοτήτων, διαφορετικών απόψεων και υπό τους ρυθμούς του τύμπανου που χτυπάει η τρόικα, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αναζητεί μια λύση για να συλλάβει την «παλιά» φοροδιαφυγή, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει κάνει σημαντική πρόοδο.
Και ενώ οι έλεγχοι αποδίδουν κάποιους καρπούς, σύμφωνα με τις δηλώσεις της κυβέρνησης, το αποτέλεσμα είναι περιορισμένο λόγω του πλήθους των υποθέσεων που πρέπει να ελεγχθούν, της δυσκολίας καταλογισμού φόρων και προστίμων αλλά και της πολυπλοκότητας του ζητήματος.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να βρεθεί ένας τρόπος να δηλωθούν τα χρήματα και τα περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν δηλωθεί τα προηγούμενα χρόνια, έτσι ώστε από δω και πέρα να ξεκινήσουν σε σωστή βάση οι έλεγχοι.
Τη στιγμή αυτή υπάρχουν Ελληνες που έχουν λεφτά στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό, τα οποία δεν έχουν δηλωθεί. Υπάρχουν, λοιπόν, φορολογικές παραβάσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά υπάρχουν και πολλές (οι περισσότερες ) που πραγματοποιήθηκαν πριν από πέντε ή και δέκα χρόνια. Με βάση τον νόμο, οι φορολογικές παραβάσεις παραγράφονται στην πενταετία. Δηλαδή οι πριν από το 2008 παραγράφονται στο τέλος του 2013. Η Βουλή βεβαίως ψηφίζει κάθε χρόνο έναν νόμο που λέει ότι αναβάλλεται για έναν χρόνο η παραγραφή.
Θεωρητικά, λοιπόν, οι παραβάσεις από το 2000 και μετά δεν έχουν παραγραφεί. Το ερώτημα είναι αν και φέτος θα υπάρξει νέα αναβολή της παραγραφής για την οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες, υπάρχει σκεπτικισμός και από την τρόικα δεδομένου ότι η παραγραφή έχει αναβληθεί πλέον για 13 χρόνια αντί της πενταετίας που ορίζει ο νόμος. Σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών, φέτος δεν θα υπάρξει νέα παράταση της αναβολής στις παραγραφές χρεών, συνεπώς οι προ του 2008 υποθέσεις πάνε προς παραγραφή. Εξάλλου το υπουργείο Οικονομικών προσπαθεί να βρει μια λύση για να εισπράξει φόρους και πρόστιμα από αυτές τις παραβάσεις και η εισήγηση των περισσότερων φοροτεχνικών είναι να εκδοθεί μία ειδική διάταξη, η οποία να λέει ότι αν κάποιος έρθει και δηλώσει όσα ξέχασε να δηλώσει στο παρελθόν, θα πληρώσει ένα πρόστιμο και έναν φόρο και θα ξεμπερδέψει με την Εφορία. Πόσο όμως θα είναι αυτό το πρόστιμο και ο φόρος;
Τα νομικά κωλύματα
Κορυφαία στελέχη του υπουργείου Οικονομικών υποστηρίζουν ότι πρέπει να είναι υψηλό ποσοστό επί των μη δηλωθέντων (20%, 30% ή 40%), διότι οι παραβάτες θα πρέπει να τιμωρηθούν και να μην ευνοηθούν σε σχέση με τους νομοταγείς φορολογούμενους. Ορθή άποψη αλλά δεν έχει αποτέλεσμα διότι κανείς δεν έρχεται να δηλώσει τα αδήλωτα. Η απάντηση των στελεχών του υπουργείου είναι ότι με τους ελέγχους θα βρεθούν οι φοροφυγάδες, θα πληρώσουν και θα έχουν και ποινική τιμωρία. Από την άλλη μεριά οι έλεγχοι είναι δύσκολοι. Και υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα: ότι οι έλεγχοι και τα πρόστιμα που γίνονται για τα έτη προ του 2010 είναι, σύμφωνα με τους δικηγόρους, «στον αέρα». Και αυτό διότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν έχουν αναδρομική ισχύ οι φορολογικοί νόμοι, άρα αυτοί που ψηφίστηκαν μετά το 2010 δεν μπορούν να εφαρμοστούν για τις προ του 2010 παραβάσεις. Στον αντίποδα αυτών των απόψεων βρίσκεται η εισήγηση άλλων στελεχών του υπουργείου Οικονομικών, τα οποία λένε ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι μικρό (μονοψήφιο) ποσοστό για να αποτελεί κίνητρο δήλωσης των αδήλωτων περιουσιακών στοιχείων. Φέρνουν μάλιστα παραδείγματα άλλων χωρών, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Τουρκία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, που πέτυχαν αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω αυτού του συστήματος. Η Ιταλία έχει «επαναπατρίσει» 100 δισ. ευρώ με συντελεστή 5%, η Τουρκία 22 δισ. με συντελεστή 2%, η Πορτογαλία 3,4 δισ. με συντελεστή 7,5% και η Ισπανία 12 δισ. ευρώ με συντελεστή 10%. Σε αυτή την πρόταση, για χαμηλό συντελεστή φορολόγησης, εκτός από τις αντιδράσεις των άλλων στελεχών του υπουργείου υπάρχουν και οι αντιδράσεις της τρόικας, η οποία θέλει «να ελεγχθούν όλοι και να πάνε φυλακή όλοι». Το πρόβλημα είναι ότι με τις σημερινές συνθήκες όλοι αυτοί οι έλεγχοι είναι ανέφικτοι. Και υπάρχει ο κίνδυνος τελικά οι παραβάσεις να παραγραφούν αφού δεν μπορεί επ’ αόριστον να αναβάλλεται η παραγραφή.
Πολιτικό κόστος
Ταυτισμένη με την άποψη της τρόικας είναι και η άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και πολλών ισχυρών στελεχών μέσα στα κόμματα που συγκυβερνούν. Δεν θεωρούν ηθική και σωστή τη χορήγηση κινήτρου με χαμηλό πρόστιμο και ότι αυτές οι διατάξεις είναι χαριστικές για να γλιτώσουν οι φοροφυγάδες. Υπάρχουν λοιπόν και σοβαρές πολιτικές αντιρρήσεις σε αυτή την πρόταση που θεωρητικά θα είναι αποτελεσματική, αλλά πρακτικά δεν γίνεται αποδεκτή ούτε από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ούτε από την τρόικα.
Τι λέει η αγορά
Οσο η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών είναι εγκλωβισμένη, η πιάτσα των ιδιωτικών φοροτεχνικών γραφείων, των ελεγκτικών επιχειρήσεων και των αναλυτών πιέζει για τη λήψη μιας απόφασης που θα τακτοποιεί το παρελθόν. «Αν θέλει να μαζέψει λεφτά από φόρους το Δημόσιο και να γίνουν και επενδύσεις, θα πρέπει να βρεθεί ένας ρεαλιστικός τρόπος τακτοποίησης των παρελθόντων φορολογικών χρήσεων», λένε και φέρνουν παραδείγματα. «Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι και μεσαίοι Ελληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι θέλουν να φέρουν λεφτά από το εξωτερικό για να κάνουν αυξήσεις κεφαλαίου στις επιχειρήσεις τους ή να κάνουν νέες επιχειρήσεις και επενδύσεις. Ομως τα λεφτά αυτά δεν είναι απολύτως καθαρά από φορολογικής άποψης. Και αν τα φέρουν, θα πάνε στη φυλακή για φοροδιαφυγή. Αντί, λοιπόν, να τα φέρουν εδώ, κάνουν την επένδυση στη Ρουμανία, στη Σερβία ή την Αλβανία.
Ωστόσο η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη από αυτές τις επενδύσεις, όπως και από τους φόρους. Και καθώς δεν υπάρχει καμία διάταξη που να τακτοποιεί το παρελθόν και να δώσει τη δυνατότητα σε έναν μετανιωμένο φοροφυγά να φέρει πίσω τα λεφτά του πληρώνοντας πρόστιμο και χωρίς να απειλείται με φυλακή, τα λεφτά κινούνται εκτός Ελλάδος», υποστηρίζουν οι ειδικοί του ιδιωτικού τομέα. Οι φοροτεχνικοί υποστηρίζουν ότι μια μόνιμη λύση για τη φοροδιαφυγή θα ήταν η δημιουργία περιουσιολόγιου και η φορολόγησή του, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί το νομικό πλαίσιο της «τακτοποίησης», διότι αλλιώς δεν θα δηλωθεί το παρελθόν και δεν θα υπάρξει αληθινό περιουσιολόγιο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr