Στα ακριβά επιπλάδικα της Αθήνας, τα μεγάλα τραπέζια (2 μέτρα επί 1) που είναι φτιαγμένα από μασίφ ξύλο, πωλούνται κοντά στις 3.000 ευρώ. Τα “επώνυμα” ξένων οίκων ξεκινούν από τις 5.000 και πάνω. Δεν νομίζω να υπάρχουν και πολλοί αγοραστές σε αυτές τις τιμές, αλλά εν πάσει περιπτώσει αυτές είναι οι “φιλικές” τιμές που σου λένε οι έμποροι.
Το ζήτημα είναι οτι η κατασκευή ενός τέτοιου τραπεζιού, στην Ελλάδα, δεν κοστίζει συνολικά (μαζί με το κέρδος του ξυλέμπορου και του επιπλοποιού) περισσότερο από 400 ευρώ, κόστος που περιλαμβάνει τα ξύλα, τις βίδες, τις κόλλες, την εργασία και το κέρδος συνολικό κόστος δηλαδή. Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, πόσο επιβαρρύνεται η τιμή ενός προιόντος από την παραγωγή στην λιανική πώληση.
Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα προιόντα, ενώ στις υπηρεσίες η τιμολόγηση είναι τελείως ανεξάρτητη του κόστους, είναι αυθαίρετη και εξωφρενική. Μπορεί κανείς να το καταλάβει αυτό, αν δεί τις τιμές για τις ίδιες υπηρεσίες στην επαρχία, ακόμη και στα ακριβά νησιά των Κυκλάδων την τουριστική περίοδο και τις συγκρίνει με την Αθήνα. Για τις τιμές των ποτών στα μπάρ και των φαγητών στα εστιατόρια των Αθηνών, δεν χρειάζεται συζήτηση. Με τα μισά λεφτά από αυτά που πληρώνεις στην Αθήνα, τρώς και πίνεις τα διπλά εκτός Αθηνών.
Η Αθήνα είναι ακόμη, παρόλη την κρίση και την ύφεση μια παράλογα ακριβή πόλη, μια πόλη που βασιλεύει η αυθαιρεσία στις τιμές όλων των προιόντων και υπηρεσιών. Μια αυθαιρεσία που οδηγεί στον παραλογισμό, διότι όπως διαπιστώνουμε,οι πωλητές παρόλο που δεν πατάει πελάτης στο μαγαζί τους, αρνούνται να ρίξουν τις τιμές.
Στο κέντρο της Αθήνας για παράδειγμα, τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Πολλά από αυτά έχουν μεταφερθεί λίγα τετράγωνα πιο πέρα ή σε κάποια άλλη γειτονιά. Όταν τους ρωτάς γιατί έφυγαν σου απαντάνε διότι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού δεν μείωνε το ενοίκιο. Ποιός χάνει τελικά; Ο ιδιοκτήτης που δεν μειώνει το ενοίκιο και έχει ένα άδειο μαγαζί, ξενοίκιαστο, για το οποίο πληρώνει όμως τους φόρους και τα πάγια έξοδα. Παραλογισμός ο οποίος προέρχεται από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε ότι το κέρδος κρύβεται στον μεγάλο τζίρο, στα συστηματικά έσοδα και όχι στην ¨αρπαχτή”.
Τα χύμα κρασιά που κοστίζουν δυο ή τρία ευρώ το λίτρο, φτάνουν να πουλιούνται στα μπάρ (με το ποτήρι) πάνω από πενήντα ευρώ το λίτρο. Το ίδιο και τα εισαγώμενα ουίσκι και βότκες που ενώ κοστίζουν είκοσι ευρώ το μπουκάλι τελικά κοστολογούνται με το ποτήρι στα 110 ευρώ ανά μπουκάλι για τον καταναλωτή.
Όλα αυτά εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την ύφεση και τη μιζέρια της Αθήνας, η οποία αδυνατεί να προσαρμοσθεί στις συνθήκες των καιρών και επιμένει να ζεί στην εποχή της “αστακομακαρονάδας”. Μια εποχή που έχει περάσει (ελπίζω ανεπιστρεπτί).
Αποτέλεσμα όμως της άρνησης μείωσης των τιμών, είναι η ύφεση, το κλείσιμο των καταστημάτων και των επιχειρήσεων, η ανεργία και η φτώχεια.
Το μυστικό που φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνουμε, είναι ότι στόχος του εμπόρου και τους παραγωγού πρέπει να είναι η διατήρηση ενός μικρού ποσοστού κέρδους με μεγάλο τζίρο και όχι η επίτευξη ενός μικρού τζίρου με μεγάλο ποσοστό κέρδους.
Και αυτή είναι μια νοοτροπία που αν αλλάξει, αφενός θα συμβάλει ταχύτατα στην επανάκαμψη της οικονομίας και αφετέρου στην αύξηση των εξαγωγών μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προιόντων στις διεθνείς αγορές.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr