Για παράδειγμα, μια από τις μεγάλες ψευδαισθήσεις της τελευταίας δεκαετίας, τις οποίες υιοθέτησαν χωρίς σκέψη το υπουργείο οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και το σύνολο των καθηγητών οικονομικών, ήταν ότι, εφόσον είμαστε μέλος της ευρωζώνης, εφόσον έχουμε το ίδιο νόμισμα με τους άλλους Ευρωπαίους, εφόσον δεν συντρέχει κίνδυνος υποτίμησης του νομίσματός μας ή έλλειψης συναλλαγματικών αποθεμάτων, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, ούτε καν μέτρησης του εμπορικού ισοζυγίου. Θεωρητικά, και όσον αφορά στη συναλλαγματική πολιτική, έτσι ήταν τα πράγματα. Στην πράξη, όμως, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είναι αυτό που (μαζί με το δημοσιονομικό έλλειμμα) μας έστειλε στον αγύριστο. Τα πράγματα είναι απλά: όταν αλλάξαμε νόμισμα, μετρήθηκαν και καταστράφηκαν όλες οι δραχμές μας και πήραμε έναντι αυτών ένα ποσό σε ευρώ. Καθώς δεν εξάγαμε, αλλά εισάγαμε, τα ευρώ αυτά τελείωσαν. Και εμείς δεν το καταλαβαίναμε διότι αντικαθιστούσαμε τα ευρώ που «πέταγαν» στο εξωτερικό με δανεικά. Ετσι βρεθήκαμε σήμερα χωρίς λεφτά και με χρέη. Βασική αιτία λοιπόν της πτώχευσης της χώρας είναι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Κι από εδώ και πέρα η χώρα δεν πρόκειται να ανακάμψει αν δεν μετατρέψει το έλλειμμα αυτό σε πλεόνασμα. Η ύπαρξη του εμπορικού πλεονάσματος για την ευημερία της χώρας είναι πολύ σημαντικότερη από την ύπαρξη δημοσιονομικού πλεονάσματος. Φυσικά η κυβέρνηση ασχολείται μόνο με το δημοσιονομικό πλεόνασμα, ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης, ο οποίος θα έπρεπε να ασχολείται ολημερίς και ολονυκτίς με την ανάπτυξη, ουσιαστικά έχει διακοσμητικό ρόλο και παραμένει απών από τη διοίκηση της χώρας.
Μια δεύτερη ψευδαίσθηση που έχουμε ακόμη και σήμερα, και η οποία έχει κερδίσει θέση αξιώματος στην ελληνική ψευτοπραγματικότητα, είναι ότι παλιά είχαμε παραγωγή και σήμερα δεν έχουμε. Είχαμε πράγματι παραγωγή πριν μπούμε στο ευρώ, αλλά την είχαμε διότι υπήρχαν δασμοί και περιορισμοί στις εισαγωγές που καθιστούσαν τα εισαγόμενα πανάκριβα. Ετσι όλοι αγοράζαμε ελληνικά προϊόντα και συντηρούσαμε την ελληνική παραγωγή. Μια παραγωγή η οποία δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τους δασμούς στην εσωτερική αγορά και χωρίς την υποτίμηση της δραχμής στην εξωτερική αγορά. Δεν είχαμε λοιπόν ανταγωνιστική παραγωγή, είχαμε μια επιδοτούμενη παραγωγή που κάλυπτε τις τοπικές ανάγκες και η οποία τελείωσε όταν καταργήθηκαν οι δασμοί στα εισαγόμενα που πλημμύρισαν τη χώρα.
Η ψευδαίσθηση αυτή για την ελληνική παραγωγή είναι επικίνδυνη, διότι πολλοί νομίζουν ότι μπορούμε να επανέλθουμε στο παρελθόν. Δεν μπορούμε. Ο κόσμος έχει αλλάξει, οι δασμοί έχουν καταργηθεί, ο προστατευτισμός επίσης, η επιβίωση μικρών εθνικών, ανίσχυρων νομισμάτων και οικονομιών δεν είναι εφικτή. Θέλουμε-δεν θέλουμε, πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο για να επιβιώσουμε. Και γενικότερα αν θέλει να το δει κανείς, η Ελλάδα έζησε δύο «είδη» ανάπτυξης: πριν από το ευρώ και μετά το ευρώ. Πριν, ήταν κλειστή οικονομία, με προστατευτικούς δασμούς και υποτιμήσεις, με δικό της νόμισμα που τύπωνε όσο ήθελε, προστατευμένη τοπική παραγωγή, ισχυρά δημόσια και ιδιωτικά μονοπώλια, χωρίς καταναλωτική πίστη, χωρίς χρέη σε ξένο νόμισμα. Με λίγα λόγια, κάναμε ό,τι θέλαμε και περνούσαμε υπέροχα (ευρισκόμενοι διαρκώς 30 χρόνια πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη σε όλους τους τομείς).
Γνωρίσαμε και μια τρελή περίοδο ανάπτυξης με το ευρώ. Μια ανάπτυξη που στηρίχθηκε σε δανεικά, το Δημόσιο δανειζόταν σαν να μην υπάρχει αύριο, ο ιδιωτικός τομέας επίσης, το ίδιο και τα νοικοκυριά, οι καταναλωτές, οι φοιτητές, οι πάντες. Δάνεια χωρίς όριο, με χαμηλά επιτόκια για όλους. Παράλληλα, επιδοτήσεις με τη σέσουλα, χωρίς έλεγχο, χωρίς προοπτική, που μετατράπηκαν σε Καγέν, μπουζούκια και εισαγόμενες δίμετρες ξανθές από το ανατολικό μπλοκ για όλους.
Και στις δύο περιόδους η ανάπτυξη ήταν στρεβλή. Δεν στηριζόταν σε πραγματικά ανταγωνιστική παραγωγή, δεν στηριζόταν σε κάποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, απλώς «έτυχε».
Για να ξεφύγουμε σήμερα από αυτή τη λογική τού «έτυχε», χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και σκληρή δουλειά. Ξέρω ότι πολλοί ενοχλούνται και μόνο που ακούνε τέτοια, θεωρούν ότι εμείς που τα γράφουμε κουνάμε το δάχτυλό μας στους αναγνώστες, ότι είμαστε ξερόλες, ότι κάνουμε τους έξυπνους, ότι αδιαφορούμε για τα δεινά του λαού και διάφορες άλλες τέτοιες τρίχες. Η κατάσταση είναι δυστυχώς αυτή και όποιος δεν την καταλαβαίνει απλώς θα συνεχίσει να ζει με ψευδαισθήσεις ελπίζοντας σε κάτι που δεν θα συμβεί (και που αν, ο μη γένοιτο, συμβεί, καλύτερα να μην είχε συμβεί). Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω και θέλουμε-δεν θέλουμε πρέπει να ξεπεράσουμε τις ψευδαισθήσεις μας για να επιβιώσουμε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr