Βλέπει πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος, βλέπει αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών, βλέπει μείωση των εισαγωγών και έτσι δηλώνει αισιόδοξος. Η άλλη όψη είναι αυτή που βλέπουμε οι υπόλοιποι: βλέπουμε αλματώδη αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, βλέπουμε αδυναμία πληρωμών των υποχρεώσεών μας προς τις τράπεζες και την Εφορία, βλέπουμε περιορισμό μέχρι εκμηδενισμού της κατανάλωσής μας, βλέπουμε πτωχεύσεις και κλείσιμο επιχειρήσεων. Ποια είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματική κατάσταση της οικονομίας; Οποια βλέπει ο καθένας.
Από τη μεριά των πιστωτών, της τρόικας, των οικονομολόγων, η οικονομία βελτιώνεται εφόσον βελτιώνονται ορισμένοι αριθμοί. Από την πλευρά των πολιτών, η οικονομία χειροτερεύει καθώς η ζωή γίνεται δύσκολη και η φτώχεια ανυπόφορη για αρκετούς. Οσο κι αν θέλω να αντιληφθώ τα επιχειρήματα Στουρνάρα, όσο κι αν αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους αισιοδοξεί, δεν μπορώ παρά να διαφωνήσω με την οπτική του. Κατ’ αρχάς, η ανάλυση των αριθμών που κοιτάζει ο Στουρνάρας δείχνει ότι η ύφεση βαθαίνει και αυτό προκαλεί μείωση των έμμεσων φόρων κατανάλωσης, όπως του ΦΠΑ. Δεύτερον, η σημαντικότατη αύξηση των εσόδων του Δημοσίου από τους φόρους εισοδήματος και τους φόρους επί της περιουσίας, όπως και η αγόγγυστη διάθεση των πολιτών να πληρώσουν περισσότερους φόρους απ’ όσους είχε ο ίδιος ο υπουργός προϋπολογίσει, χτυπάνε κατευθείαν την κατανάλωση βαθαίνοντας την ύφεση και μειώνουν ακόμη περισσότερο τους φόρους που θα εισπράξει το υπουργείο Οικονομικών από την κατανάλωση. Τρίτον, η μείωση των εισαγωγών για την οποία επιχαίρει το υπουργείο Οικονομικών αποδεικνύει τη στέρησή μας από πλήθος ποιοτικών εισαγόμενων προϊόντων τα οποία δεν παράγουμε εδώ. Οι εισαγωγές μειώνονται αφενός επειδή δεν έχουμε λεφτά για να αγοράσουμε τα ακριβά αλλά και ποιοτικά εισαγόμενα προϊόντα, αφετέρου γιατί οι ξένοι εξαγωγείς δεν μας δίνουν πλέον ούτε πίστωση ούτε προϊόντα. Η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτά τα προϊόντα και πέραν αυτού, συνολικά, η παραγωγή μας μειώνεται καθώς οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη. Τέταρτον, οι τράπεζες δεν έχουν λεφτά για να χρηματοδοτήσουν ούτε τις επενδύσεις, ούτε την κατανάλωση, ούτε καν την τρέχουσα λειτουργία της οικονομίας. Υπό αυτές τις συνθήκες και εφόσον δεν έχουμε τη δυνατότητα να τυπώσουμε χρήμα για να πάρει ανάσα η οικονομία, το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι χρήμα από το εξωτερικό. Το χρήμα αυτό μπορεί να έρθει με τρεις τρόπους:
Πρώτον, με εξαγωγές, που δεν έχουμε, διότι τα προϊόντα μας δεν είναι ανταγωνιστικά λόγω του κόστους που προκαλούν οι φόροι στην παραγωγή και η γραφειοκρατία. Δεύτερον, με ξένες επενδύσεις που δεν έρχονται λόγω των υπερβολικών φόρων, των έκτακτων φόρων που αιφνιδιάζουν τους επενδυτές και του αρνητικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος το οποίο υπάρχει εξαιτίας της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας και εντείνεται λόγω της αντίδρασης της αγανακτισμένης κοινωνίας που υφίσταται μια υπερβολική και άδικη πολιτική λιτότητας. Τρίτον, με δανεικά, τα οποία παίρνουμε -προς το παρόν- με διακρατικές συμφωνίες με τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά με όρους ασφυκτικούς και εξαιρετικά προσβλητικούς και τα οποία ανά πάσα στιγμή μπορούν να διακοπούν.
Είναι φως φανάρι, λοιπόν, ότι η πολιτική των φόρων που ακολουθείται σήμερα πρέπει να αλλάξει. Στόχος πρέπει να είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η ταυτόχρονη αύξηση της κατανάλωσης. Για να τονωθεί η κατανάλωση πρέπει να μειωθούν άμεσα οι έμμεσοι φόροι. Ο ΦΠΑ και οι άλλοι φόροι κατανάλωσης. Μόνον έτσι θα πέσουν οι τιμές και ενδεχομένως να υπάρξει τελικά μια αύξηση των δημοσίων εσόδων. Για να έρθουν επενδύσεις πρέπει να διασφαλιστεί ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο με χαμηλότερο κόστος για τις επιχειρήσεις. Το υπουργείο Οικονομικών, όμως, δεν σκέφτεται να προχωρήσει σε τέτοια μέτρα. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ικανοποιημένο από την πορεία της οικονομίας και ευελπιστεί ότι ως διά μαγείας στο τέλος θα έρθει η ανάπτυξη. Μακάρι να είναι έτσι, αλλά ουδείς άλλος βλέπει αυτή την προοπτική. Αντίθετα, η δική μου εντύπωση είναι ότι βιαστήκαμε πολύ όσοι πιστέψαμε (μάλλον ελπίσαμε, είναι η σωστή λέξη) ότι η οικονομία μπαίνει σε σωστό δρόμο. Οι φόροι αποδεικνύονται κύρια αιτία καθυστέρησης της ανάπτυξης. Η οικονομία παραμένει σε βάλτο και αυτό είναι αναγκαίο να το καταλάβουν, εκτός από τον κ. Στουρνάρα, και οι Ευρωπαίοι εταίροι που του υπαγορεύουν την πολιτική αυτή. Και εκείνοι βιάστηκαν να χειροκροτήσουν τη σταθεροποίηση του ευρώ. Και οι αγορές βιάστηκαν να την πιστέψουν και να στείλουν την ισοτιμία του με το δολάριο στα ύψη. Η κατάσταση παραμένει αβέβαιη για ολόκληρη την Ευρώπη και εξαιτίας της πορείας της ελληνικής οικονομίας, και εξαιτίας της προβληματικής γαλλικής οικονομίας, και εξαιτίας της ισπανικής κατάρρευσης, και εξαιτίας της ιταλικής αβεβαιότητας που επανέρχεται δριμύτερη και η οποία θα οδηγήσει σε κατρακύλα το ευρώ και την ευρωπαϊκή προοπτική αν εκλεγεί ξανά ο Μπερλουσκόνι. Η ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να αλλάξει άμεσα και να υιοθετηθεί μια αναπτυξιακή πολιτική με υποτίμηση του ευρώ, γενναίες ενισχύσεις (όχι δανεικά) σε όλες τις αδύναμες χώρες και έκδοση ευρωομολόγων για να εξασφαλιστεί η πληρωμή των εθνικών χρεών και να καταφέρουμε όλοι να ξαναβρούμε πρόσβαση στις αγορές. Οι Γερμανοί και οι βόρειοι δορυφόροι τους αντιδρούν σε αυτή την αλλαγή.
Χρειάζεται ένας καταλύτης. Και ίσως ο μόνος καταλύτης που μπορεί να επιφέρει την αλλαγή να είναι η εκλογή αυτού του καραγκιόζη πολιτικάντη, του Μπερλουσκόνι, ο οποίος φαίνεται να είναι ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που μπορεί να αντιμετωπίσει τη φράου Μέρκελ. Εστω και με απονενοημένες ή ακόμη και σουρεαλιστικές κινήσεις. Πού κατήντησε η Ευρώπη...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr