Αυτό απήντησε σε ερώτηση της ελληνίδας ευρωβουλευτού κυρίας Νίκης Τζαβέλα, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ασμούνσεν. Η κυρία Τζαβέλα αναφέρθηκε σε δηλώσεις της Μέρκελ και άλλων αξιωματούχων της ΕΕ περί εξόδου της Ελλάδας απο το ευρώ, ενώ την έξοδο απο το κοινό νόμισμα δεν την επιτρέπει καν η ευρωπαική νομοθεσία και ρωτούσε : « Προς τι όλη αυτή η παρωδία που στήθηκε με πιέσεις αφόρητες για να αναγκαστούμε να υπογράψουμε δεσμευτικά κείμενα που η Ελληνική Βουλή δεν είχε καν το χρόνο να εξετάσει;»
Το ερώτημα είναι εύλογο. Όπως εύλογα είναι και πολλά άλλα ερωτήματα σχετικά με τη συμπεριφορά της ΕΕ απέναντι στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια. Ο τρόπος που χειρίστηκε η Ευρώπη το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν ο καλύτερος.
Το ελληνικό χρέος ήταν πολύ μεγάλο για τα μεγέθη της χώρας μας, αλλά δεν ήταν ανησυχητικό για την Ευρωπαική οικονομία συνολικά. Θα μπορούσε να έχει λυθεί με μια απλή συνεννόηση μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών. Για παράδειγμα όταν η αξία των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά είχε υποχωρήσει κατά 40 και 50% η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράζει τα ελληνικά ομόλογα ή θα μπορούσε να δανείζει την ελληνική κυβέρνηση για να αγοράζει τα ομόλογα της και να τα «σβήνει». Και παράλληλα θα μπορούσαν να επιβληθούν οι μεταρρυθμίσεις σε ένα λίγο μακρύτερο χρονικό ορίζοντα πχ πέντε ετών, αντί για δυο ώστε να μην προκληθεί αυτή η βαθειά ύφεση.
Δεν χρειαζόταν να γίνει όλη αυτή η φασαρία, να γίνουν πολλές άκαρπες σύνοδοι κορυφής, να εξευτελιστούμε και εμείς και οι ευρωπαίοι και να φτάσει η κοινωνία στα πρόθυρα της έκρηξης και η Ευρώπη στο χείλος της αναξιοπιστίας. Δεν χρειαζόταν καν να γίνει το κούρεμα τους χρέους, αφού ούτως ή άλλως τα ομόλογα πουλιώταν στην δευτερογενή αγορά στη μισή τιμή. Και όμως, η Ευρώωπη, είχε απαγορεύσει στην Ελλάδα να αγοράζει τα ομόλογα της φθηνότερα στη δευτερογενή αγορά. Και μάλιστα όταν το έκανε κάποια στιγμή ο κ. Χριστοδούλου του ΟΔΔΗΧ, αμέσως «επαναφέρθηκε στην τάξη».
Η ζημιά που υπέστη η Ελλάδα απο αυτή τη διαδικασία - την οποία και οι Έλληνες πολιτικοί χειρίστηκαν με τον χειρότερο τρόπο – είναι τεράστια. Όχι μόνο διότι ελήφθησαν σκληρά και πολύ άδικα για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους χαμηλόμισθους που ουσιαστικά ήταν αμέτοχοι στο «φαγοπότι» μέτρα, αλλά επειδή η αξιοπιστία των Ελλήνων στο εξωτερικό έχει μηδενισθεί. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να συναλλαγούν με το εξωτερικό, ακόμη και αυτές που έχουν ιστορία δεκαετιών συνεργασίας με ξένους ομίλους. Οι Γερμανοί, φοβούνται να έρθουν στην Ελλάδα για διακοπές. Οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να δανειστούν στην διεθνή αγορά, παρόλο που έχουν ελεγθχεί απο τη BlackRock και έχει δρομολογηθεί η στήριξη τους με ευρωπαικά κεφάλαια και δεν κινδυνεύουν πλέον να πτωχεύσουν. Οι ξένοι δεν θέλουν να επενδύσουν στη χώρα. Οι Έλληνες φοβούνται να επενδύσουν ή να φέρουν τα λεφτά τους απο το εξωτερικό.
Όλα αυτά οδήγησαν την Ελλάδα σε διεθνή απομόνωση και θα συνεχίσουν να εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη και την έξοδο απο την κρίση.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αλλάξει στάση έναντι των ευρωπαίων. Ασφαλώς και θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε με τη νέα δανειακή σύμβαση, αλλά παράλληλα θα πρέπει να απαιτήσει απο την Ευρώπη να διαμορφωθεί ένα σοβαρό σχέδιο ανάκτησης της αξιοπιστίας μας. Είτε επειδή δεν μπορούσε, είτε επειδή δεν θέλησε να κάνει αλλιώς, η Ελλάδα συμφώνησε με τις απαιτήσεις των ευρωπαίων και τήρησε το δικό της μέρος της συμφωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις έγιναν και συνεχίζονται, αλλά κάπου πρέπει να μπεί και ένα όριο. Η χθεσινή απάντηση λοιπόν του κ. Ασμούνσεν στην ερώτηση της κυρίας Τζαβέλα είναι άστοχη. Δείχνει οτι η Ευρώπη δεν έχει ακόμη αλλάξει στάση έναντι της Ελλάδας, παρά την συμφωνία.
Η περσαιτέρω εσωτερική υποτίμηση που λέει ο κ. Ασμούνσεν, δεν πρόκειται να έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα για την ελληνική οικονομία. Απλώς θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την ύφεση. Η ευρωπαική πολιτική στο ελληνικό ζήτημα πρέπει να αλλάξει και να προωθηθούν πλέον αναπτυξιακά μέτρα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr