Το κακό ξεκινά από τα βάθη των αιώνων και σήμερα έχει γίνει πλέον πεποίθηση όλων ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς λάδωμα. Το λάδωμα θεωρείται αναγκαία και ικανή προϋπόθεση σε οποιαδήποτε σχέση με τον δημόσιο τομέα. Ορθώς λοιπόν ο Πρωθυπουργός επισημαίνει ότι η μάχη για τη διάσωση της οικονομίας πρέπει να δοθεί στο πεδίο της διαφθοράς και της παραοικονομίας. Καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έθεσε και δεν προσπάθησε να πετύχει αυτόν τον στόχο.
Η συμμετοχή στην ΕΟΚ
Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επανέφερε τη δημοκρατία στη χώρα και υπέγραψε τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου εκδημοκράτισαν πραγματικά την ελληνική κοινωνία και πραγματοποίησαν την πρώτη εκτεταμένη αναδιανομή του πλούτου σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά διηύρυναν σημαντικά τον ρόλο του κράτους και έδωσαν μεγάλη δύναμη στη γραφειοκρατία των δημοσίων υπαλλήλων και στους συνδικαλιστές που ακόμη εκβιάζουν την ελληνική κοινωνία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προώθησε νεοφιλελεύθερες απόψεις με τις αποκρατικοποιήσεις επιχειρήσεων αλλά κατέρρευσε υπό το βάρος σκανδάλων παραδίδοντας μια οικονομία υπό πτώχευση, οι κυβερνήσεις Σημίτη εξυγίαναν τα δημοσιονομικά μεγέθη και εκσυγχρόνισαν την οικονομία, πέτυχαν την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση και τη μετάβαση στο ευρώ αλλά δεν προσπάθησαν καν να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά, η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή εξελέγη με την υπόσχεση της επανίδρυσης του κράτους και δεν κατάφερε τίποτε άλλο πέραν της διάλυσης του κρατικού μηχανισμού και της πλήρους καταστροφής της οικονομίας, κορυφώνοντας ταυτόχρονα τη διαφθορά του Δημοσίου με τους κουμπάρους, τους φίλους και τους ημετέρους.
Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου εξελέγη με ευρεία πλειοψηφία λόγω της αγανάκτησης του κόσμου για την κυβέρνηση Καραμανλή αλλά και υποσχόμενη να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος, να αυξήσει τις δαπάνες για την Παιδεία και την Υγεία και να εξυγιάνει την οικονομία.
Η κατάσταση που παρέλαβε η κυβέρνηση αυτή από την προηγούμενη είναι τραγική. Το έλλειμμα είναι τετραπλάσιο από το όριο που επιτρέπει η ΕΕ και το χρέος πολύ μεγαλύτερο του ΑΕΠ. Το αν η χώρα θα χαρακτηρισθεί πτωχευμένη ή όχι εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη διάθεση των πιστωτών της.
Αν δεν ήμασταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είχαμε πτωχεύσει προ πολλού διότι ουδείς θα μας δάνειζε. Την πραγματικότητα αυτή προσπαθεί να διαχειριστεί σήμερα η κυβέρνηση, η οποία πιέζεται από τις Βρυξέλλες και από τις διεθνείς τράπεζες να πάρει μέτρα μείωσης του ελλείμματος και του χρέους.
Η συνταγή των Βρυξελλών είναι η κλασική: πάγωμα μισθών και συντάξεων, διακοπή όλων των προσλήψεων, μείωση των επιδομάτων, περιορισμός των δημοσίων δαπανών σε όλους τους τομείς, πάγωμα των δημοσίων επενδύσεων, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και των ασφαλιστικών εισφορών και στοχευμένη αύξηση των φόρων εισοδήματος.
Κοινωνικές αδικίες
Τα μέτρα αυτά ασφαλώς περιορίζουν βραχυχρόνια το δημόσιο έλλειμμα αλλά πνίγουν την οικονομία και οδηγούν σε κοινωνικές αδικίες. Η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφισβητήσιμη διότι ναι μεν τη χρονιά που λαμβάνονται έχουν αποτέλεσμα αλλά δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής που είναι οι πραγματικές αιτίες του κακού στην ελληνική οικονομία.
Η απάντηση της κυβέρνησης είναι ότι θα λάβει άλλα μέτρα, τα οποία θα είναι πιο αποτελεσματικά μακροχρόνια και ταυτόχρονα θα επιτρέπουν τη διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης στην οικονομία.
Η έμφαση δίνεται σε μέτρα περιορισμού της σπατάλης και στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Σηματοδοτώντας τον σοσιαλιστικό χαρα κτήρα της πολιτικής της η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα φορολογήσει με 90% τα μπόνους των στελεχών των ιδιωτικών τραπεζών και ότι δεν θα δώσει μπόνους στα στελέχη των κρατικών τραπεζών. Παράλληλα έχει αναγγείλει ότι θα φορολογήσει περισσότερο τη μεγάλη ακίνητη περιουσία και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ολα τα μέτρα της κυβέρνησης θα ανακοινωθούν στο πρώτο τρίμηνο του έτους και αφού ολοκληρωθεί ο διάλογος που έχει ξεκινήσει με τις παραγωγικές τάξεις. Οι αγορές, δηλαδή οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της οικονομίας μας, οι διεθνείς τράπεζες που μας δανείζουν και οι διεθνείς οργανισμοί δεν θεωρούν ότι τα μέτρα αυτά είναι επαρκή. Πιέζουν λοιπόν την ελληνική οικονομία πουλώντας τα ελληνικά ομόλογα και αυξάνοντας το κόστος δανεισμού του ελληνικού κράτους. Η πίεση αυτή θα κορυφωθεί τον Ιανουάριο καθώς τότε η ελληνική κυβέρνηση θα αναζητεί δάνεια από τις διεθνείς αγορές.
Οπως όλοι καταλαβαίνουν, η χρονιά αυτή θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και ενδέχεται να γίνει ακόμη δυσκολότερη αν επανεμφανιστεί η κρίση στις διεθνείς αγορές η οποία σήμερα παρουσιάζει σημάδια ύφεσης αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τελειώσει. Σε αυτή την περίπτωση το κόστος δανεισμού θα ανέβει ακόμη περισσότερο και τα έσοδα από το εξωτερικό θα μειωθούν.
Θεωρητικά η ελληνική οικονομία δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο πτώχευσης. Εφόσον μπορεί και δανείζεται από το εξωτερικό ακόμη και με υψηλότερο κόστος η οικονομία θα αντέξει. Φυσικά θα υπάρξει μεγάλο κόστος το οποίο θα απεικονίζεται στους δείκτες της ανεργίας, στη μείωση των κερδών και στο κλείσιμο των επιχειρήσεων. Ομως ο κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας, και του παγώματος των καταθέσεων ο οποίος είχε ανησυχήσει πολλούς καταθέτες τους προηγούμενους μήνες, δεν είναι ορατός.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr