Αλήθεια είναι επίσης ότι η κατασκευή του EastMed θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή «φιλόδοξο» έργο, πολύ μεγάλου οικονομικού κόστους και με μπόλικες αμφιβολίες αν τελικά θα ήταν οικονομικά βιώσιμο, πέρα από το γεγονός ότι η αποπεράτωση του απαιτούσε πολλά χρόνια. Αυτό προφανώς το γνώριζαν και οι συμμετέχοντες στη συμφωνία και γι αυτό είναι βέβαιο ότι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στο πολιτικό μήνυμα . Έτσι άλλωστε εξηγείται και η στάση της «πονηρής» Ιταλίας που ήταν με το ένα πόδι μέσα και απέφευγε να βάλει υπογραφή, αφού η αντίθεση της Άγκυρας ήταν δεδομένη και ήδη ήταν σε εξέλιξη η περιπλοκή της Λιβύης, όπου η Ρώμη έχει ενδιαφέροντα και συμφέροντα.
Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογο το διπλό ερώτημα «τι την κόφτει» την Ουάσιγκτον να εκφράσει άποψη για ένα έργο το οποίο δεν επρόκειτο να χρηματοδοτήσει η ίδια (αν και κάποιες αμερικανικές εταιρίες έχουν αναλάβει τις έρευνες για φυσικό αέριο σε οικόπεδα της Κυπριακής Δημοκρατίας), αλλά και γιατί να την εκφράσει τώρα, στα «ξεκούδουνα» και μάλιστα τόσο κάθετα. Η απάντηση μπορεί να δοθεί με μεγάλη δόση βεβαιότητας μόνο σε ένα σκέλος της ερώτησης. Οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη θεωρούν δικαίωμά τους να εκφράζουν γνώμη ή να εμπλέκονται όπου θέλουν, χώρια που στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι πολλοί οι τοπικοί παίκτες –μεταξύ τους η Ελλάδα και η Κύπρος – που προσβλέπουν στον εξισορροπητικό ρόλο της Αμερικής, για να μπει φρένο στην τουρκική επιθετική βουλιμία…
Για τα υπόλοιπα μόνον εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Η πρώτη και πιο «αθώα» είναι ότι η διοίκηση Μπάϊντεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θέμα του EastMed συνέβαλλε στη δημιουργία εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και αποφάσισε να το γειώσει σε μία προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση. Σε αυτή την περίπτωση, η παρέμβαση του Στέητ Ντηπάρτμεντ στηρίχθηκε πιθανώς στα εξής: α) να σταλεί να σήμα προς την Τουρκία ότι η Ουάσιγκτον δεν είναι υπέρ της απομόνωσής της, αναγνωρίζει ότι έχει συμφέροντα στην περιοχή, αποδέχεται ότι είναι «παίκτης» και είναι πρόθυμη να την διευκολύνει, β) ότι έχει μειωθεί το ενδιαφέρον του Ισραήλ, αφενός γιατί έχει πειστεί πλήρως ότι το έργο δεν είναι βιώσιμο και δεν θα γίνει ποτέ, αφετέρου γιατί έτσι ανταποκρίνεται στα ανοίγματα του Ερντογάν για βελτίωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, γ) να μπει και η Αίγυπτος στο «κόλπο», εξ ου και η ρητή υποστήριξη στην κατασκευή καλωδίων ηλεκτρικής διασύνδεσης «Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας» και «Αιγύπτου – Ελλάδας» γα την τροφοδοσία της Ευρώπης με ηλεκτρική ενέργεια, δ) την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξαρτάται όλο και λιγότερο από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (φυσικό αέριο, πετρέλαιο κλπ.), μέχρι να φτάσει στο μηδέν και άρα ο αγωγός EastMed δεν θα είναι ούτε χρήσιμος, ούτε οικονομικά βιώσιμος καθώς απαιτούνται δεκαετίες για να αποσβεστεί το κόστος κατασκευής του.
Επειδή πάντα πίσω από τις καλές προθέσεις κρύβονται και συμφέροντα στη διεθνή πολιτική, αξίζει να επισημανθούν δύο ακόμη παράγοντες που πρέπει λογικά να συνδέονται με τη διαμόρφωση του σκεπτικού της αμερικανικής παρέμβασης. Ο πρώτος είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να εξαρτήσουν κατά το δυνατόν την Ευρώπη από το δικό τους φυσικό αέριο, αντί από το ρωσικό. Το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Αλεξανδρούπολη, έχει και τέτοια πτυχή, εκτός της στρατιωτικής πλαγιοκόπησης της Ρωσίας. Την κατασκευή δηλαδή αγωγού που θα διοχετεύει φυσικό αέριο (το οποίο θα έρχεται υγροποιημένο με πλοία από τις ΗΠΑ, μπορεί και από Αίγυπτο) στις χώρες της Μεσευρώπης, κατ’ αρχήν. Και η απορία είναι γιατί να κατασκευαστεί αυτός ο αγωγός, αν σχετικά σύντομα η Ευρώπη δεν θα εξαρτάται από το φυσικό αέριο, αν και υπάρχουν αμφιβολίες ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί στον σχεδιαζόμενο χρόνο. Το δεύτερο πάντως που αξίζει επισήμανσης είναι ότι οι ενεργειακοί κολοσσοί Exxon και Total ανέβαλαν πάλι τις έρευνες έξω από την Κρήτη…
Η Αθήνα λιγότερο και η Λευκωσία περισσότερο θορυβήθηκαν από τις παραπάνω εξελίξεις. Προσπαθούν να μη το δείξουν, αλλά έτσι είναι. Είχαν επενδύσει, πολιτικά κυρίως, στον EastMed ως αντίληψη συνεργασίας χωρών της περιοχής που αντιμετωπίζουν προκλήσεις από την Τουρκία και η αμερικανική παρέμβαση θόλωσε το τοπίο. Παρ΄ όλο που η ανακοίνωση του Στέητ Ντηπάρτμεντ περιλαμβάνει δυσαρέσκεια λόγω της παρενόχλησης του ερευνητικού σκάφους “Nautical Geo” από τουρκικά πολεμικά. Ο Ερντογάν πάντως δεν έχει εκφραστεί ακόμη. Εκείνα που διαπιστώνουμε όμως τους τελευταίους μήνες, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων ημερών, είναι:
1ον) Η νέα τουρκική επιχειρηματολογία που συνδέει/ αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με τη στρατιωτικοποίησή τους, ερμηνεύοντας ετσιθελικά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σε συνδυασμό με νέα εκστρατεία προπαγάνδας ότι η Ελλάδα απειλεί δήθεν την Τουρκία με επίθεση – εισβολή… Υπογραμμίζεται ότι ο βασικός εκφραστής των προηγουμένων είναι ο υπουργός Άμυνας Ατάρ.
2ον ) Η προβολή των δυνατοτήτων και των σχεδίων της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας να κατασκευάσει προηγμένα εξοπλιστικά συστήματα θάλασσας και αέρα, μαζί με την αυξανόμενη χρησιμοποίηση drones πάνω από το Αιγαίο. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο ίδιος ο Ερντογάν είναι εκείνος που «διαφημίζει» την πολεμική βιομηχανία της χώρας του, σίγουρα για λόγους εκφοβιστικούς. (Σημ. Συντ. Τεράστια η ευθύνη διαχρονικά της ελληνικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας που δεν αντιληφθήκαν έγκαιρα τη σημασία και τον ρόλο των drones αφήνοντας τη χώρα γυμνή!)
3ον) Η νέα προσπάθεια του Ερντογάν –μετά την παρέμβαση του Στέητ Ντηπάρτεντ – να προσεγγίσει την Ευρώπη με τους δικούς πάντα όρους, διαχωρίζοντας πάντως την Ελλάδα και την Κύπρο. Πρόκειται για γνωστή τακτική που συνοδεύεται από την πάγια τουρκική πρόταση για διμερείς συνομιλίες εφ’ όλης της ύλης, ώστε η απόρριψη από την Αθήνα να δημιουργεί διεθνώς αρνητικές εντυπώσεις.
Όλα αυτά παίρνουν απροσδιόριστες διαστάσεις στις σημερινές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες στο εσωτερικό της Τουρκίας, προκαλώντας λογικές ανησυχίες για το πώς θα κυλήσει το 2022 στα ελληνοτουρκικά.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr