Σκοπός αυτού του κανονισμού είναι να ενισχυθεί η πυροπροστασία των κτιρίων που βρίσκονται κοντά ή μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις. Αυτό επιτυγχάνεται με απαιτήσεις για τον περιβάλλοντα χώρο του ακινήτου αλλά και για τα στοιχεία που απαρτίζουν το κέλυφος του. Το συγκεκριμένο κομμάτι, των απαιτήσεων για τα στοιχεία του κελύφους, για τα θερμομονωτικά υλικά αλλά και άλλα δομικά στοιχεία, είναι αυτό που θα αναλυθεί στο παρόν κείμενο.
Σημαντικό σημείο του κανονισμού είναι ο καθορισμός τεσσάρων κατηγοριών επικινδυνότητας για τη φωτιά: χαμηλή, μεσαία, υψηλή και ιδιαίτερα υψηλή. Αυτός ο χαρακτηρισμός βασίζεται σε σημαντικό αριθμό κριτηρίων για την αξιολόγηση των ακινήτων τα οποία επιτρέπουν την αντικειμενική αξιολόγησή τους.
Θέτει λοιπόν απαιτήσεις όπως αυτή της προστασίας των σημείων τρωτότητας των ακινήτων ανάμεσα στα οποία είναι κάποια που αφορούν και τα χρησιμοποιούμενα θερμομονωτικά και δομικά υλικά. Τέτοια σημεία τρωτότητας είναι το κέλυφος του κτιρίου ιδιαίτερα οι κατακόρυφες επιφάνειες του που είναι επιρρεπείς στην ανάφλεξη, αλλά και η επικάλυψη των κτιρίων δηλαδή η στέγη που βρίσκεται σε κίνδυνο από τις εναέριες καύτρες που μεταφέρονται με τον αέρα.
Η δομική πυροπροστασία των στοιχείων αυτών ορίζεται με την απαίτηση καταρχήν του δείκτη πυραντίστασης. Ο δείκτης πυραντίστασης πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι τουλάχιστον (R)EI-30 κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 13501-2.
Όσον αφορά την εξωτερική μετάδοση της φωτιάς, η αντίδραση στη φωτιά του περιβλήματος των κτιρίων πρέπει να είναι είτε κλάσης A1 είτε A2-s1,d1 κατά ΕΛΟΤ EN 13501-1 στις περιοχές υψηλής και ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας. Αυτό σημαίνει, όσον αφορά τα υλικά δόμησης, ότι πρέπει αντίστοιχα και αυτά να είναι κατηγορίας A1 ή A2, είτε είναι θερμομονωτικά προϊόντα είτε επικαλύψεις ή άλλα δομικά στοιχεία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr