Ειδικότερα, το φθινόπωρο του 2006, ερχόμενος από την Γενεύη, μετέφερε στις αποσκευές του 41 ράβδους χρυσού. Οι τελωνειακές αρχές το αντελήφθησαν και συνέταξαν έκθεση κατάσχεσης, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε τακτική δικάσιμο.
Παράλληλα, η αρμόδια ΔΟΥ του καταλόγισε κύριο φόρο 245.360 ευρώ και πρόσθετο φόρο 207.331 ευρώ (σύνολο 452.691 ευρώ), καθώς το ποσό της αγοράς των 41 κιλών χρυσού, δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
Στην ΔΟΥ άσκησε προσφυγή υποστηρίζοντας ότι οι πλάκες χρυσού αποτελούν "οικογενειακή περιουσία από το 1982" και είχαν επενδυθεί σε χρηματιστηριακά προϊόντα από δύο χρηματιστηριακές ελβετικές εταιρείες. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 2007, αποφασίστηκε από τον ίδιο και τα αδέλφια του να διανεμηθεί η οικογενειακή περιουσία.
Έτσι, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, πήγε στην Γενεύη και παράλαβε από την Τράπεζα UBS SA, τις 41 ράβδους χρυσού, προκειμένου να επενδυθούν στην Ελλάδα, ενώ έλαβε σχετικές βεβαιώσεις από τις χρηματιστηριακές εταιρείες ότι παρέλαβε τα 41 κιλά χρυσού.
Ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έχασε την δικαστική μάχη, καθώς κρίθηκε ότι δεν επιβλήθηκε φόρος επί κτηθέντος στην αλλοδαπή εισοδήματος, αλλά ούτε επιβλήθηκε φόρος για εισόδημα που φέρεται ότι αποκτήθηκε στην ημεδαπή, ενώ απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός ότι αθωώθηκε ποινικά από το Εφετείο Αθηνών για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, καθώς η αθωωτική απόφαση δεν αναφέρεται "στις περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις, όπως αυτές του αποδίδονται" ως προς την απόκτηση του χρυσού.
Στην συνέχεια, προσέφυγε στο ΣτΕ ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, υποστηρίζοντας ότι οι πλάκες χρυσού αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή και κατά συνέπεια δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος, αλλά το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ απέρριψε, ως αβάσιμους, όλους τους ισχυρισμούς του.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr