Ποιες είναι οι πρώτες αντιδράσεις, ποιοι φόβοι υπάρχουν, ποιες ευκαιρίες εντοπίζονται
Οι αγορές διατήρησαν μια στάση αναμονής, περιμένοντας από τη μία τη στάση της Ρωσίας και αν θα χρησιμοποιήσει τα γεγονότα στην Κριμαία για να διεκδικήσει μεγαλύτερη επιρροή πέραν της Κριμαίας και σε άλλες περιοχές της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και από την άλλη την εφαρμογή κυρώσεων από τη Δύση.
Το πετρέλαιο δε σημείωσε σημαντικές μεταβολές παρά την κλιμάκωση της έντασης, και έχει ενδιαφέρον πως θα επηρεαστεί από τη γενικότερη κατάσταση στην περιοχή. Από τη μία υπάρχουν φόβοι ότι αν κλιμακωθεί η ένταση μπορεί να οδηγηθούμε σε ελλείψεις στην παροχή προς την Ευρώπη, η οποία καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τη ρωσική παραγωγή. Το κλίμα αβεβαιότητας και οι ενδεχόμενες ελλείψεις που μπορεί να προκληθούν, καθώς και η υψηλή τιμή του πετρελαίου έχουν οδηγήσει τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες σε αύξηση της παραγωγής προκειμένου να εκμεταλλευτούν μια πιθανά αυξημένη ζήτηση και τις εισαγωγικές χώρες να αναζητούν νέους παρόχους και αυτό είναι σίγουρα κάτι που δε θέλει η Ρωσία, της οποίας οι εξαγωγές οφείλονται κατά 70% σε εμπορεύματα με το μισό από αυτά να είναι το πετρέλαιο. Συνεπώς μια αποστροφή της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο σίγουρα θα αποτελούσε μεγάλο οικονομικό πλήγμα για τη χώρα.
Οι ισορροπίες λοιπόν είναι ιδιαίτερα λεπτές και πέρα από τα γεωπολιτικά είναι και τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν.
Οι επενδυτές τήρησαν μια στάση αναμονής και αποφυγής ρίσκου περιμένοντας τόσο τους χειρισμούς του Ρώσου προέδρου, όσο και την ανακοίνωση κυρώσεων από τους ηγέτες της Δύσης. Ο πρόεδρος Πούτιν στην ομιλία του ουσιαστικά υπονόησε ότι οι βλέψεις της Ρωσίας περιορίζονται στην Κριμαία και άφησε να εννοηθεί ότι η χώρα του δε σκοπεύει να διεκδικήσει άλλες περιοχές πέραν αυτής. Η Δύση από την άλλη εμφανίστηκε συγκρατημένη στις κυρώσεις που επέβαλε, αφού περιορίστηκαν σε επιλεγμένους Ρώσους αξιωματούχους και περιελάμβαναν την άρνηση θεώρησης των διαβατηρίων τους και το πάγωμα των περιουσιών τους στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια αποτελεί ένα ακόμη αγκάθι που ενδεχομένως ασκήσει περαιτέρω πιέσεις στον πρόεδρο Πούτιν, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό του ρωσικού πλούτου βρίσκεται στα χέρια λίγων οι οποίοι βρίσκονται στο στενό περιβάλλον των συνεργατών του και οι οποίοι πιθανόν πλήττονται από αυτές τις κυρώσεις.
Μετά τις διαβεβαιώσεις του Πούτιν και την επιβολή κυρώσεων λιγότερο αυστηρών απ’ότι οι επενδυτές ανέμεναν, οι αγορές ανέκτησαν κάποιες από τις προηγούμενες απώλειές τους, με ενδεικτικό το γεν που αποτελεί ασφαλές καταφύγιο σε στιγμές κρίσης και το οποίο κινήθηκε ελαφρώς χαμηλότερα ακριβώς μετά τις ανακοινώσεις, με τυχόν φόβους συνέχισης της κρίσης να μπορούν οδηγήσουν το νόμισμα υψηλότερα ξανά.
Ενδιαφέρον θα έχει και το πώς θα κινηθεί το ευρώ το προσεχές διάστημα ειδικά σε περίπτωση που υπάρξει νέα κλιμάκωση της έντασης, ιδιαίτερα από πλευράς ΗΠΑ. Θυμίζουμε ότι η Ρωσία κατέχει 139 δισ. δολάρια σε αμερικανικά ομόλογα, με την Κίνα να κατέχει 1,3 τρισ. δολάρια σε αμερικανικά ομόλογα. Σε ενδεχόμενη κλιμάκωση από αμερικανικής πλευράς ενδεχομένως η Ρωσία και η Κίνα οδηγηθούν σε πωλήσεις αυτών των ομολόγων και αποστροφή από το αμερικανικό νόμισμα, και σε αυτή την περίπτωση το ευρώ ίσως αποτελέσει ένα από τα νομίσματα διακράτησης των διαθεσίμων τους.
Χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας είναι και το γεγονός ότι το ρούβλι εξακολουθεί να υποτιμάται, με τους επενδυτές να φοβούνται ότι στο ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων με τη μορφή οικονομικών περιορισμών, πιθανό οι ξένοι επενδυτές να μην έχουν πρόσβαση στις εγχώριες αγορές και δυνατότητα απόσυρσης κεφαλαίων.
Ένας επιπλέον πονοκέφαλος στην όλη κατάσταση είναι οι γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια είτε έχουν ανοίξει αντιπροσωπείες είτε θυγατρικές στηΡωσία, έχοντας επενδύσει πάνω από 20δισ. ευρώ και σίγουρα δε θα ήθελαν να αντιμετωπίσουν πάγωμα λογαριασμών ή περιουσιακών στοιχείων ως αντίποινα της Ρωσίας στις κυρώσεις της Δύσης. Θέλοντας να καθυσηχάσει τις ανησυχίες ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας δήλωσε σε ομιλία του ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας του οφείλεται σε αύξηση της κατανάλωσης και ως τέτοια αναμένεται να συνεχιστεί, παρά τα γεγονότα της Κριμαίας.
Οι αγορές δείχνουν να επανακτούν τη διάθεσή τους για ρίσκο μετά τις διαβεβαιώσεις του Πούτιν και τον καθησυχασμό που τους προσέφερε, οι επενδυτές όμως παραμένουν ιδιαίτερα σκεπτικοί και επιφυλακτικοί, δεδομένου ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μόλις δύο εβδομάδες πριν διαβεβαίωνε ότι η Ρωσία δεν έχει καμία πρόθεση να προσαρτήσει την Κριμαία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr